Βίκτωρος Ουγκώ, Οι Άθλιοι (απόσπασμα)
ΣΤ΄.
Προτού να ξημερώσει, ο Γιάννης Αγιάννης εξύπνησε.
Ο Γιάννης Αγιάννης γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, χωρικούς μιας βορεινής επαρχίας της Γαλλίας.
Παιδί δεν είχε μάθει γράμματα. Άντρας πια έκανε τον κλαδευτή στην πολίχνη Φαβερός.
Ο Γιάννης Αγιάννης είχε χαρακτήρα όχι βέβαια σκυθρωπό αλλά μελαγχολικό, όπως όλοι οι μαλακοί άνθρωποι· οπωσδήποτε πνεύμα κοιμισμένο και άσημο, τουλάχιστον όπως φαινότανε.
Πολύ μικρός ακόμη έχασε τους γονείς του. Η μητέρα του πέθανε από επιλόχιο πυρετό, που δεν τον προσέξανε. Ο πατέρας του, κλαδευτής κι αυτός, σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα δέντρο.
Άλλος συγγενής δεν είχε μείνει στο Γιάννη, παρά μια αδελφή μεγαλύτερή του, χήρα μητέρα εφτά παιδιών, αγοριών και κοριτσιών.
Αυτή, όσο ζούσε ο άντρας της είχε τον μικρό της αδελφό στο σπίτι της και τον έτρεφε.
Πέθανε έπειτα ο άντρας της. Το μεγαλύτερο από τα εφτά της παιδιά ήταν οχτώ χρονών το δε μικρότερο ενός χρόνου.
Ο Γιάννης εικοσιπέντε χρονών τότε, αντικατέστησε τον πατέρα και υποστήριξε τώρα κι αυτός την αδελφή του που τον είχε αναθρέψει.
Αυτό δε τόκαμε ο Γιάννης απλούστατα, σαν καθίσαν, αν και κάπως σκυθρωπά.
Τα νιάτα του φτωχού σπαταλιόνταν έτσι σε δουλειές βαριές που πληρωνόντουσαν άσχημα. Δεν ακούστηκε ποτέ νάχε πιάσει στον τόπο καμιά φιλενάδα. Δεν είχε καιρό να φροντίσει γι' αυτό.
Κάθε βράδυ ερχότανε στο σπίτι κουρασμένος κι έτρωγε τη σούπα του χωρίς να λέει λέξη.
Πολλές φορές, καθώς έτρωγε, η αδελφή του έπαιρνε από το πιάτο του την καλύτερη μερίδα του φαγητού, το κομμάτι το κρέας, την καρδιά του λάχανου για να το δώσει σ' ένα απ' τα παιδιά της· αυτός εξακολουθώντας να τρώει σκυφτός επάνω στο τραπέζι, έχοντας το κεφάλι σχεδόν μέσα στο πιάτο του, και καθώς τα μακριά του μαλλιά πέφτανε γύρω από το πιάτο και σκεπάζανε τα μάτια του φαινότανε σαν μην έβλεπε τίποτα κι άφηνε το πιρούνι της αδελφής του να κάνει τη δουλειά του.
Στη Φαβερόλ, όχι μακριά από το σπιτάκι του Γιάννη, προς τ' αντικρινά του δρομάκου, κατοικούσε μια χωρική, που λεγότανε Μαρία και τα παιδιά της αδελφής του, που συνήθως ήσαν πεινασμένα, πήγαιναν κάποτε σ' αυτήν, ζητούσαν από μέρους της μάνας τους ένα φλιτζάνι γάλα, που τόπιναν έπειτα πίσω από κανένα φράχτη ή δέντρο, αρπάζοντας το φλιτζάνι τόνα από το στόμα του άλλου, με τόση λαιμαργία, ώστε οι μικρές τόριχναν συνήθως στο στήθος τους, κι απάνω στα φορέματά τους.
Η μητέρα θα τα τιμωρούσε αυστηρά, αν εμάθαινε αυτή τους την πονηριά.
Ο Γιάννης, αν και απότομος και μουρμούρης, πλήρωνε πάντα κρυφά από την μητέρα τους, στη Μαρία το γάλα της κι έτσι τα παιδιά εγλίτωναν την τιμωρία.
Την εποχή που κλαδεύονται τα δέντρα, κέρδιζε δεκαοχτώ σολντιά κάθε μέρα· έπειτα κοιτούσε άλλες δουλειές, πότε θεριστής, πότε σκαφτιάς, πότε αγελάρης, πότε χαμάλης.
Έκανε ό,τι μπορούσε.
Δούλευε κι η αδελφή του, μα τί νάκανε αφού είχε εφτά ανήλικα να θρέψει;
Να ένας οικτρός σωρός ψυχών, που τον εκύκλωσε λίγο λίγο η φτώχεια και τον έσφιξε.
Ήρθε και μια βαρυχειμωνιά. Ο Γιάννης έχασε κάθε δουλειά, η οικογένεια στερήθηκε και το ψωμάκι. Έμεινε νηστική κυριολεκτικώς. Εφτά παιδιά!
Ήτανε βράδυ Κυριακής, όταν ο ψωμάς που ήτανε στην πλατεία της εκκλησίας, στη Φαβερόλ, ετοιμαζότανε να πέσει να κοιμηθεί.
Ακούει δυνατό χτύπημα στα τζάμια της βιτρίνας του μαγαζιού του, που προφυλαγότανε από ένα δίχτυ συρμάτινο.
Τρέχει να ιδεί τί έγινε και το μάτι του προφταίνει ένα χέρι που, αφού είχε σπάσει με δυνατή γροθιά και σύρματα και τζάμια, άρπαξε ένα ψωμί.
Τρέχει αμέσως έξω ο ψωμάς, βλέπει τον κλέφτη πούφευγε τρεχάλα.
Τον κυνηγάει, τον πιάνει. Ο κλέφτης είχε ρίξει κάτω το ψωμί, μα το χέρι του ήταν ακόμη καταματωμένο.
Κλέφτης ο Γιάννης Αγιάννης.
Αυτό στα 1795.
Τον πάνε τον Γιάννη στα δικαστήρια εκείνου του καιρού ως «ένοχον κλοπής, διαρρήξεως, διαπραχθείσης νύκτα εις οικίαν κατωκουμένην».
Ο Γιάννης είχε ένα τουφέκι και ήξερε να το μεταχειρίζεται όσο κανένας· έτυχε δε και να τον ιδούνε κάποτε να κυνηγάει στα δάση, όπου, απαγορευότανε το κυνήγι για λόγους δημοσίας ασφαλείας. Αυτό τον έβλαψε πολύ.
Στον τόπο μας, υπάρχει γι' αυτούς τους λαθροθήρας μια βάσιμη πρόληψη. Ο λαθροθήρας έχει με τον ληστή και τον πειρατή συγγένεια πράγματι μεγάλη· υπάρχει όμως πάλι άβυσσος ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς και στους φονιάδες των πόλεων. Ο λαθροθήρας ζει στα δάση· ο ληστής στα βουνά· ο πειρατής στις ακρογιαλιές και στο πέλαγος· οι πολιτείες δε κάνουν τους ανθρώπους ωμότερους, γιατί τους διαφθείρουν οι πολιτείες. Τα βουνά, τα πέλαγα, τα δάση, εξαγριώνουν τα δάση, μεγαλώνοντας τα θηριώδη του ένστικτα, μα πολλές φορές δεν σβήνουν τα ένστικτά του τα φιλάνθρωπα.
Ο Γιάννης Αγιάννης κηρύχθηκε ένοχος.
Ο νόμος ήταν ρητός.
Υπάρχουνε στον πολιτισμό μας μερικές τρομερές ώρες· σε στιγμές που ποινικό δικαστήριο σημειώνει ένα ηθικό ναυάγιο. Τί πένθιμη στιγμή, η στιγμή που η κοινωνία, απομακρυνόμενη αποτελειώνει την ανεπανόρθωτη εγκατάλειψη ενός λογικού πλάσματος!
Ο Γιάννης καταδικάστηκε σε πέντε χρονών κάτεργο!
Στις 22 Απριλίου 1796 μαθεύτηκε στο Παρίσι η στο Μοντενόννι νίκη του αρχηγού της γαλλικής στρατιάς της Ιταλίας που τότε λεγότανε Μπουοναπάρτε· την ίδια εκείνη μέρα, στη φυλακή της Βισέτρ, ξετυλίχθηκε μια αλυσίδα, κι ένας από κείνους που δέθηκαν, ήταν ο Γιάννης Αγιάννης.
Κάποιος παλιός δεσμοφύλακας, γέρος ενενηντάρης σήμερα, θυμάται ακόμα καλά τον δυστυχισμένον αυτόν, όταν καταγινόντουσαν να κλείσουνε τα πόδια του στις αλυσίδες, στην αυλή εκείνη της φυλακής.
Καθότανε καταγής, όπως και οι άλλοι κατάδικοι. Φαινότανε να μην καταλαβαίνει τίποτε, από τη θέση του, παρά μόνον πως ήταν φριχτή. Πιθανόν και να διέβλεπε αμυδρά, μέσα στις συγκεχυμένες ιδέες της τελείας άγνοιάς του, το πολύ βαρύ της ποινής του.
Ενώ χτυπούσαν και κάρφωναν στον τοίχο, πίσω απ' το κεφάλι του, τον σιδερένιο κρίκο από τον οποίον κρατιόταν η άκρη της αλυσίδας, αυτός έκλαιγε· τα δάκρυα τον έπνιγαν, του κοβότανε η φωνή· κατόρθωνε δε μόνο να λέει κάθε τόσο:
«Έκανα τον κλαδευτή στη Φαβερόλ…»
Έπειτα δε, βγάζοντας γοερές κραυγές, σήκωνε το δεξί του χέρι και το κατέβαζε εφτά φορές, κι όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν πως ό,τι έκαμε ο άνθρωπος αυτός τόκαμε για να θρέψει και να ντύσει εφτά ανήλικα παιδιά.
Τον επήγαν έπειτα στην Τουλόν, όπου βρισκότανε το κάτεργο κι όπου έφτασε ύστερα από οδοιπορία εικοσιεφτά ημερών, καθισμένος μέσα σε κάρο, με την αλυσίδα στο λαιμό.
Στην Τουλόν εφόρεσε την κόκκινη μπλούζα των καταδίκων.
Καθετί που υπήρξε η προτερινή του ζωή, έσβησε, κι αυτό το όνομά του ακόμη· γιατί ούτε ως Γιάννη Αγιάννη δεν τον ήξεραν πια στο κάτεργο, αλλ' ως αριθμό 24609.
Τί απέγινε η αδελφή του; Τί απέγιναν τα εφτά της παιδιά; Ποιον ενδιέφερε; Τί απογίνονται τα φύλλα ενός κλαριού που κόβεται από τον κορμό;
Η ίδια πάντοτε ιστορία. Οι δυστυχισμένες εκείνες υπάρξεις, πλάσματα του Θεού, μην έχοντας πια ούτε κανένα στήριγμα, ούτε προστάτη, ούτε καταφύγιο, πήγαιναν στην τύχη. Και ποιος ξέρει μάλιστα; Το καθένα ίσως προς διαφορετική διεύθυνση, βυθιζόμενα λίγο λίγο στην παγερή καταχνιά, όπου χάνονται οι μοναχικές υπάρξεις· στο σκοτάδι το ζοφερό, όπου σβήνουν, το ένα ύστερα από το άλλο, τόσα άτυχα κεφάλια, ακολουθώντας το πένθιμο βήμα της ανθρωπότητος.
Φύγανε, παράτησαν τον τόπο τους. Το καμπαναριό του χωριού, που υπήρξε χωριό τους, τα ξέχασε. Ο «μπάρμπας τους ο Γιάννης», ύστερα από μερικών χρόνων κάτεργα, τα ξέχασε κι αυτός. Στην καρδιά του είχε κάποτε ανοιχτή πληγή, αυτήν την διαδέχτηκε ουλή — και να:
Όλον τον καιρό πούμεινε στην Τουλόν, μια φορά μονάχα άκουσε για την αδελφή του· ήτανε νομίζω κατά το τέλος του τέταρτου χρόνου της φυλάκισής του.
Δεν θυμάμαι πια πώς τόμαθε. Κάποιος άνθρωπος, που τις ήξερε στην πατρίδα τους, είχε ιδεί την αδελφή του στο Παρίσι. Έμενε σ' ένα φτωχικό δρόμο σιμά στον Άγιο Σουλπίκιο.
Ένα μονάχα παιδί είχε μαζί της, ένα μικρό αγόρι, το τελευταίο. Πού ήσαν τάλλα έξι; Ίσως να μην ήξερε ούτε εκείνη.
Κάθε πρωί πήγαινε σ' ένα τυπογραφείο, όπου δούλευε διπλώνοντας και συνθέτοντας φύλλα. Έπρεπε να βρίσκεται εκεί από τις έξι το πρωί, το χειμώνα πριν ακόμα φέξει η μέρα.
Στο ίδιο σπίτι όπου βρισκότανε το τυπογραφείο, ήτανε και σχολείο, όπου πήγαινε το μικρό της παιδί, εφτά χρονών τότε. Επειδή όμως στο τυπογραφείο έπρεπε να πηγαίνει στις έξι και το σχολείο άνοιγε στις εφτά, το παιδί περίμενε μια ώρα στην αυλή ώς που ν' ανοίξει το σχολείο. Μια ώρα χειμωνιάτικη, μια ώρα νύχτας στο ύπαιθρο.
Δεν ήθελαν να μπαίνει ο μικρός στο τυπογραφείο, γιατί, έλεγαν, τους ενοχλούσε. Πολλές φορές, οι εργάτες που περνούσαν το πρωί έβλεπαν τον μικρούλη καθισμένον στις πέτρες, νυσταγμένον και κάποτε να κοιμάται πάνω στο καλαθάκι του. Όταν έβρεχε, το λυπότανε μια γριά, η θυρωρός, και τόπαιρνε στην κάμαρά της, όπου δεν βρισκότανε τίποτε άλλο παρά ένα φτωχικό κρεβάτι, μια ρόκα και δυο ξύλινες καρέκλες. Και το παιδί κοιμόταν εκεί, σε μια γωνιά, όσο μπορούσε πιο κοντά στη γάτα, για να νιώθει λιγότερο το κρύο.
Στις εφτά άνοιγε το σχολείο και έμπαινε μέσα.
Αυτά είναι όλα όσα είπεν στο Γιάννη μια μέρα· γι' αυτόν υπήρξαν σαν μια στιγμή, σαν μια αστραπή, σαν ένα παράθυρο που ανοίχτηκε ορμητικά στην τύχη των όντων εκείνων, που είχεν αγαπήσει· έπειτα δε πάλι κλείστηκαν όλα.
Δεν άκουσε πια γι' αυτούς τίποτα· ποτέ δεν τους ξανάδε, ούτε τους ξαναντάμωσε. Κι ούτε θα ξαναβρεθούν στη συνέχεια της λυπηρής αυτής ιστορίας.
* * *
Κατά τα τέλη του τέταρτου αυτού χρόνου ήρθε και η σειρά του Γιάννη να δραπετεύσει από το κάτεργο, βοηθούμενος απ' τους συντρόφους του, όπως συμβαίνει στον φριχτό εκείνο τόπο.
Εδραπέτευσε.
Περιπλανήθηκε δυο μέρες ελεύθερος στα χωράφια, αν μπορεί να ειπωθεί ελεύθερος ένας άνθρωπος που τον κυνηγούν· ένας άνθρωπος που γυρνάει κάθε στιγμή και κοιτάζει πίσω του· που τρομάζει από τον παραμικρότερο κρότο, που φοβάται τα πάντα, τη σκεπή που καπνίζει, τον διαβάτη που περνάει, τον σκύλο που γαβγίζει, το άλογο που τρέχει, το ρολόι που χτυπάει τις ώρες την ημέρα επειδή βλέπουν τα μάτια, την νύχτα επειδή δεν βλέπουν τα μάτια το δρόμο, το μονοπάτι, το θάμνο, τον ύπνο.
Κατά το βράδυ της δευτέρας μέρας τον έπιασαν.
Τριανταέξι ώρες δεν είχε φάει τίποτα, ούτε είχε κοιμηθεί.
Καταδικάστηκε για τη δραπέτευση αυτή, σε τριετή παράταση της ποινής του. Έγιναν οχτώ τα πέντε χρόνια του κατέργου.
Τον έκτο χρόνο, ήρθε πάλι η σειρά του να δραπετεύσει. Το επεχείρησε, μα δεν το κατόρθωσε.
Όταν διαβάζανε τον κατάλογο, δεν βρέθηκε παρών. Αμέσως εβρόντησε μια κανονιά από το κάτεργο, όπως γίνεται συνήθως, για να πληροφορηθεί ο κόσμος ότι ένας κατάδικος εδραπέτευσε.
Οι νυχτερινές περιπολίες τον ευρήκαν κρυμμένον στο σκάφος ενός πλοίου που βρισκότανε στα σκαριά. Δοκίμασε να τους αντισταθεί. Η θέσις του επεβαρύνθη. Δραπέτευσις και αντίστασις κατά της εξουσίας.
Η πράξις αυτή προβλεπομένη από ειδικό κώδικα, τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια ακόμη στο κάτεργο, και στα δυο από αυτά με διπλή αλυσίδα.
Γίνονται δεκατρία χρόνια.
Τον δέκατο χρόνο ξανάρθε η σειρά του· απεπειράθη ξανά, απέτυχε ξανά.
Τρία χρόνια για τη νέα αυτή απόπειρα. Γίνονται τα χρόνια δεκάξι.
Τέλος, κατά το δέκατο τρίτο χρόνο, νομίζω απεπειράθη και για τελευταία φορά να δραπετεύσει, μα δεν κατόρθωσε τίποτε άλλο παρά να τον πιάσουν ύστερα από τέσσερις ώρες.
Άλλα τρία χρόνια για τις τέσσερις αυτές ώρες, δεκαεπτά χρόνια.
Τον Οκτώβριο του 1815 τέλος απολύθηκε.
Ας σημειωθεί ότι είχε ριχτεί στο κάτεργο στα 1796, επειδή έσπασε ένα τζάμι και άρπαξε ένα ψωμί.
Και μια μικρή παρένθεσις τώρα. Για δεύτερη φορά ο συγγραφεύς αυτού του βιβλίου, μελετώντας το ποινικό ζήτημα και τις τιμωρίες που επιβάλλει ο νόμος, συναντά την κλοπή ενός ψωμιού ως αρχή της καταστροφής.
Μια αγγλική στατιστική πιστοποιεί ότι στο Λονδίνο, σε πέντε κλοπές, οι τέσσερις έχουν αφορμή την πείνα.
Ο Γιάννης Αγιάννης μπήκε στο κάτεργο κλαίγοντας και βαρυγγομώντας· βγήκε τώρα απαθής.
Μπήκε απελπισμένος, βγήκε βλοσυρός.
Τί συνέβη μέσα σ' εκείνη την ψυχή;
Ζ΄.
Ας προσπαθήσουμε να το παραστήσουμε με λόγια.
Η κοινωνία πρέπει να τα προσέχει αυτά τα πράγματα, γιατί αυτή η ίδια τα δημιουργεί.
Ο Γιάννης Αγιάννης ήτανε, καθώς είπαμε, άνθρωπος αμόρφωτος· όχι όμως ηλίθιος.
Υπήρχε μέσα του αναμμένη η κοινή φλόγα, η έμφυτη.
Η δυστυχία, που έχει κι αυτή το δικό της το φως, μεγάλωσε το λυκαυγές που υπήρχε στο πνεύμα αυτό.
Κάτω από το ραβδί, απ' τα δεσμά, στη φυλακή, στις αγγαρείες, κάτω από το φλογερό ήλιο του κατέργου, πάνω στο ξύλινο κρεβάτι των καταδίκων εξήτασε τη συνείδησή του κι εσχημάτισε σκέψη. Έκαμε ο ίδιος τον εαυτό του δικαστήριο.
Και πρώτα άρχισε ν' ανακρίνει ο ίδιος τον εαυτό του.
Είδε πως δεν ετιμωρήθηκε άδικα· ανεγνώρισε πως δεν ήταν αθώος. Παραδέχθηκε πως είχε κάμει μια αξιόμεμπτη πράξη, ότι αν ζητούσε εκείνο το ψωμί που είχε αρπάξει, ίσως δεν θα του το αρνιόνταν· ότι, οπωσδήποτε ήτανε προτιμότερο να το περιμένει, είτε από τη ζητιανιά είτε από τη δουλειά, ότι μπορούν ν' απαντήσουν καταφατικά στην ερώτηση: «μπορώ να περιμένω όταν πεινάω;» Ότι αυτός δεν είναι λόγος· ότι, πρώτα πρώτα, είναι σπανιότατο να πεθάνει κανείς από την πείνα· έπειτα, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος, πότε να υποφέρει πολύν καιρό, να υποφέρει πολύ ψυχικά και σωματικά χωρίς να πεθαίνει· ότι χρειαζότανε λοιπόν υπομονή, ότι αυτό θάτανε το καλύτερο, έστω και για τα φτωχά ανήλικα εκείνα παιδιά· ότι ήτανε τρέλα το να θελήσει αυτός, άρρωστος και δυστυχισμένος άνθρωπος, να πιάσει την κοινωνία ολόκληρη από το λαιμό και να φαντασθεί ότι γλιτώνει κανείς από την φτώχεια με την κλεψιά, ότι οπωσδήποτε είναι πολύ κακή πόρτα για να βγει από τη φτώχεια, η πόρτα από την οποία μπαίνει κανείς στην ατιμία· ότι τέλος έφταιξε.
Έπειτα αναρωτιότανε.
Αν αυτός ήταν ο μόνος φταίχτης στην ιστορία αυτή. Αν πρώτα πρώτα, δεν ήτανε πράγμα σοβαρό το να λείψει δουλειά σ' αυτόν που ήταν δουλευτής· το να λείψει ψωμί σ' αυτόν που ήταν εργατικός. Αν έπειτα αφού το φταίξιμο έγινε κι εξομολογήθηκε, δεν ήταν τιμωρία βαριά και υπερβολική. Αν δεν έκανε μεγαλύτερη κατάχρηση ο νόμος στην ποινή, παρ' όση ο ένοχος στο φταίξιμο. Αν ο ζυγός, με τον οποίον ζυγίζεται το δίκαιο, έχει τις πλάστιγγες ισόρροπες, και δεν είναι βαρύτερη η ζυγαριά όταν μπαίνει το αντίποινο. Αν η επιβάρυνσις της ποινής δεν σβήνει το φταίξιμο, κι αν δεν στρέφει το πράγμα προς το αντίθετο μέρος, βάζοντας, στη θέση του εγκλήματος του ενόχου, το έγκλημα του τιμωρού, μεταβάλλοντας τον ένοχο σε θύμα, τον οφειλέτη σε δανειστή, και στρέφοντας οριστικά το δίκαιο μάλλον προς το μέρος εκείνου που το παραβίασε. Αν αυτή η ποινή, που επιβαρύνεται σε κάθε απόπειρα δραπετεύσεως, δεν καταντά στο τέλος κατάχρησις του ισχυροτάτου εις βάρος του ασθενεστέρου, έγκλημα της κοινωνίας κατά του ατόμου, έγκλημα που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και που βάσταξε δεκαεννιά χρόνια.
Αναρωτήθηκε αν η ανθρώπινη κοινωνία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάζει τα μέλη της να υπομένουν, στη μια περίπτωση την παράλογη απρονοησία της, στην άλλη δε την άσπλαγχνη πρόνοιά της, και να φυλακίζει για πάντα ένα φτωχόν άνθρωπο, ανάμεσα σε μιαν έλλειψή της και σε μιαν υπερβολή της· έλλειψη μεν δουλειάς γι' αυτόν, υπερβολής δε τιμωρίας εναντίον του.
Αν δεν είναι πολύ κακό το να φέρνεται έτσι η κοινωνία προς εκείνα μάλιστα τα μέλη της που τους έτυχε ο μικρότερος κλήρος στην από τύχη γενόμενη μοιρασιά των αγαθών, κι επομένως είναι πιο πολύ άξια επιεικείας.
Σκεπτόμενος αυτά τα ζητήματα και λύνοντάς τα, έκρινε κι αυτός την κοινωνία και την κατεδίκασε.
Την κατεδίκασε σε τί; Στο μίσος του.
Την κατέστησε υπεύθυνη για την τύχη του, και είπε βαθιά στην καρδιά του ότι ίσως δεν θα εδίσταζε μια μέρα να της ζητήσει το λόγο. Είπε βαθιά στην καρδιά του ότι δεν υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στη ζημιά που έκαμε αυτός και στη ζημιά που του έκαμαν. Έβγαλε τέλος πάντων το συμπέρασμα ότι η τιμωρία του δεν ήτανε μεν αδικία, αλλ' ήταν βέβαια απανθρωπία.
Ο θυμός μπορεί να είναι τυφλός και παράλογος· συμβαίνει να θυμώσει κανείς χωρίς λόγο· δεν αγανακτεί όμως, παρά όταν έχει κάπως δίκιο. Ο Γιάννης Αγιάννης αισθανότανε μέσα του αγανάκτηση.
Άλλωστε η ανθρώπινη κοινωνία μόνο κακό του είχε προξενήσει· ποτέ δεν είδε από αυτήν άλλο από το οργισμένο της πρόσωπο, που ονομάζοντάς το Δικαιοσύνη της, το δείχνει σ' όσους χτυπάει.
Οι άνθρωποι τον άγγιξαν μόνο για ν' αφήσουν στο κορμί του μώλωπες. Κάθε τους επαφή, ήτανε πληγή σ' αυτόν.
Ποτέ, από τότε που ήτανε παιδί, ούτε από τη μητέρα του την ίδια, ούτε από την αδελφή του, άκουσε λόγο φιλικό, δεν είδε μάτια καλοσύνης.
Από πάθημα σε πάθημα, σχημάτισε σιγά σιγά την πεποίθηση πως η ζωή είναι πόλεμος και πως σ' αυτόν τον πόλεμο αυτός ήτανε νικημένος.
Δεν είχε λοιπόν άλλο όπλο παρά το μίσος του. Αυτό αποφάσισε ν' ακονίσει μέσα στο κάτεργο και να το πάρει μαζί του βγαίνοντας.
[πηγή: Βίκτωρ Ουγκώ, Οι Άθλιοι, τόμ. Α´, μτφ. Γ. Τσουκαλάς, Έκδοση της εφημερίδας Ανεξάρτητος, Αθήνα χ.χ., σ. 83-91]
Φώτο: Google images
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου