Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Γιάννης Κούρος: Ο σύγχρονος Φειδιππίδης

"Χωρίς υπομονή, δεν θα μπορέσεις ποτέ να αποκτήσεις αντοχή"

Γιάννης Κούρος, ο σύγχρονος Φειδιππίδης που «έσπασε» τα ρολόγια και έφτασε στη Σπάρτη πριν προλάβουν να ετοιμάσουν την τελετή τερματισμού. Έκοψε πρώτος το νήμα σε 53 υπερμαραθώνιους και μπήκε στο βιβλίο ρεκόρ Γκίνες


Το 490 π.Χ. οι Αθηναίοι στέλνουν τον καλύτερο αγγελιαφόρο τους στη Σπάρτη για να ζητήσουν τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ήταν ο Φειδιππίδης, ένας Αθηναίος που φημιζόταν για τις αντοχές του και κλήθηκε να καλύψει μια απόσταση περισσότερο από 200 χιλιόμετρα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τις πρώτες απογευματινές ώρες ξεκίνησε από την αγορά της Αθήνας, κατευθύνθηκε στην Ελευσίνα, τα Μέγαρα και στην αρχαία Κόρινθο, συνέχισε προς τη Νεμέα και το απόγευμα της επόμενης ημέρας έφτασε στην Τεγέα και αργότερα στη Σπάρτη. Στη διάρκεια του ταξιδιού του έκανε μόνο λίγες στάσεις για ανεφοδιασμό και κατάφερε να φτάσει στη Σπάρτη περίπου σε 40 ώρες. Αφού περίμενε την απόφαση των Σπαρτιατών έτρεξε πίσω στην Αθήνα και ανήγγειλε τα νέα. Λίγες ημέρες αργότερα, οι Αθηναίοι κατατρόπωσαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα χωρίς τη βοήθεια των Σπαρτιατών και ο Φειδιππίδης έγινε ο πιο γνωστός δρομέας της αρχαιότητας, ο άθλος του οποίου μνημονεύτηκε από τον Ηρόδοτο.

Το 2005 ο Έλληνας υπερμαραθωνοδρόμος, Γιάννης Κούρος ακολούθησε τα χνάρια του Αθηναίου δρομέα και έκανε τη διαδρομή «Αθήνα –Σπάρτη -Αθήνα» μήκους 490 χλμ σε 63 ώρες. Τα ξένα μέσα τον αποκάλεσαν «Τρέχοντα θεό» αλλά και «σύγχρονο Φειδιππίδη», καθώς θεωρείται από τους σημαντικότερους δρομείς, ο οποίος κατέχει μερικές από τις καλύτερες επιδόσεις που έχουν καταγραφεί ποτέ. Έχει καταρρίψει πάνω από 160 παγκόσμια ρεκόρ και έχει κερδίσει τέσσερις φορές το «Σπάρταθλον».

Ο Κούρος γεννήθηκε το 1956 στην Τρίπολη. Μεγάλωσε σε ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, που όπως είχε αναφέρει, τον έκανε να αναζητήσει καταφύγιο στον αθλητισμό. Σε ηλικία 10 ετών ήρθε πρώτος σε αγώνα μήκους και ασχολήθηκε με τον στίβο. Στην εφηβεία κέρδισε πολλές πρωτιές στους σχολικούς αγώνες και αφοσιώθηκε στο τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων. Σε ηλικία 16 ετών ο προπονητής της Τρίπολης τον είδε να αθλείται στο στάδιο και του ζήτησε να τρέξει μια απόσταση χιλίων μέτρων. Ο προπονητής ενθουσιάστηκε με την επίδοση του και τον προέτρεψε να ασχοληθεί σοβαρά με τον πρωταθλητισμό. Ο Κούρος συμμετείχε μαζί με άλλους αθλητές του νομού στο πανελλήνιο πρωτάθλημα στην Ολυμπία, όπου ο νικητής θα περνούσε κατευθείαν στην Γυμναστική Ακαδημία. Εκείνη την ημέρα το λεωφορείο που τους μετέφερε στην Ολυμπία καθυστέρησε και μπήκε στον αγώνα χωρίς ζέσταμα. Τερμάτισε δεύτερος και έτσι δεν κατάφερε το στόχο του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί με το τρέξιμο. Εξακολούθησε να αγωνίζεται και το 1977 σε ηλικία 21 ετών, έτρεξε τον πρώτο του Μαραθώνιο με χρόνο 2:43:15.



Το «Σπάρταθλον» 

Τη δεκαετία του ’80 άρχισε να σπάει όλα τα παγκόσμια ρεκόρ και να βελτιώνει συνεχώς τους χρόνους του. Μια από τις μεγάλες στιγμές της καριέρας του ήταν στο «Σπάρταθλον» που διοργανώθηκε για πρώτη φορά το 1983. Ο θεσμός ήταν έμπνευση Άγγλων πιλότων της RAF και ήταν το πρώτο ανοιχτό διεθνές «Σπάρταθλον», όπου πήραν μέρος μερικοί από τους καλύτερους αθλητές του κόσμου. Οι δρομείς ξεκίνησαν από την Αθήνα και χάραξαν την πορεία που είχε ακολουθήσει ο Φειδιππίδης πριν από 2.500 χρόνια. Μετά τα Μέγαρα ο Κούρος προηγήθηκε και μέχρι τη Σπάρτη δεν έχασε το προβάδισμα. Τερμάτισε πρώτος με 3 ώρες και 15 λεπτά διαφορά από τον δεύτερο.

Κέρδισε 4 φορές στο Σπάρταθλον σημειώνοντας απίστευτους χρόνους. 1983: 21.53.00 1984: 20.25.00, 1986: 21.57.00, 1990: 20.29.00

Οι ξένοι διοργανωτές είχαν αναφέρει ότι ο καλύτερος χρόνος που θα μπορούσε να κάνει ένας αθλητής ήταν 27 ώρες. Ο Κούρος κάλυψε απόσταση 250 χιλιομέτρων σε 21 ώρες και 50 λεπτά. Μπήκε στην πόλη στις πέντε τα ξημερώματα, αιφνιδιάζοντας τις αρχές της Σπάρτης που τον περίμεναν στις δέκα το πρωί. Οι Βρετανοί θεωρούσαν απίθανη την επίδοση του! Την επόμενη χρονιά επανέλαβε την επιτυχία κάνοντας ένα ακόμα ρεκόρ. Αυτή τη φορά οι φορείς τον υποδέχτηκαν στα σύνορα της Αρκαδίας και τον συνόδεψαν στο άγαλμα του Λεωνίδα, όπου τον στεφάνωσαν και του προσέφεραν ένα κύπελλο με νερό.

Συνολικά κέρδισε τέσσερις φορές το «Σπάρταθλον». Το 1983 ολοκλήρωσε 25 μαραθώνιους και μέχρι το 2000, έκοψε πρώτος το νήμα σε 53 υπερμαραθώνιους, καταγράφοντας ρεκόρ που συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο Γκίνες. Τη δεκαετία του ’90 μετακόμισε στην Αυστραλία και συνέχισε να τρέχει σε διεθνείς αγώνες. Παράλληλα με τον αθλητισμό ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων και ποιημάτων. Στο βιβλίο του «Το εξαήμερο του αιώνα» αναφέρει: «Όταν το σώμα παραδίδεται, τότε μόνο η δύναμη της θέλησης μπορεί να το ενεργοποιήσει. Δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι συμβαίνει στο μυαλό, στην ψυχή ενός δρομέα, στις αισθήσεις του και πέρα από αυτές… στην προσπάθεια του να αρνηθεί το σώμα του. Ο δρομέας που είναι σε θέση να συνεχίσει, είναι αυτός που έχει καταφέρει να κάνει την υπέρβαση σε ένα μεταφυσικό επίπεδο.»

Γιάννης Κούρος Στο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Ηλίας Γιαννακάκης με τίτλο «Γιάννης Κούρος: Αενάως Κινούμενος» έλεγε ότι θα ήθελε να τρέξει ξανά ολόκληρη τη διαδρομή του Φειδιππίδη και να κάνει και την επιστροφή. Πράγματι το 2005 έτρεξε στον Φειδιππίδειο δρόμο την διαδρομή «Αθήνα –Σπάρτη -Αθήνα» μήκους 490 χλμ σε 63 ώρες, δηλαδή περίπου σε 2,5 ημέρες. Μέχρι σήμερα έχει τρέξει σε πολλούς διεθνείς αγώνες και κατέχει τις καλύτερες επιδόσεις που έχουν καταγραφεί σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων. Τα ρεκόρ που σημείωσε τις χρονιές: 1983, 1984, 1986 και 1990 στο «Σπάρταθλον» δεν έχουν καταρριφθεί ακόμα.

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Βίκτωρος Ουγκώ, Οι Άθλιοι (απόσπασμα)



ΣΤ΄.
Προτού να ξημερώσει, ο Γιάννης Αγιάννης εξύπνησε.
Ο Γιάννης Αγιάννης γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, χωρικούς μιας βορεινής επαρχίας της Γαλλίας.
Παιδί δεν είχε μάθει γράμματα. Άντρας πια έκανε τον κλαδευτή στην πολίχνη Φαβερός.
Ο Γιάννης Αγιάννης είχε χαρακτήρα όχι βέβαια σκυθρωπό αλλά μελαγχολικό, όπως όλοι οι μαλακοί άνθρωποι· οπωσδήποτε πνεύμα κοιμισμένο και άσημο, τουλάχιστον όπως φαινότανε.
Πολύ μικρός ακόμη έχασε τους γονείς του. Η μητέρα του πέθανε από επιλόχιο πυρετό, που δεν τον προσέξανε. Ο πατέρας του, κλαδευτής κι αυτός, σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα δέντρο.
Άλλος συγγενής δεν είχε μείνει στο Γιάννη, παρά μια αδελφή μεγαλύτερή του, χήρα μητέρα εφτά παιδιών, αγοριών και κοριτσιών.
Αυτή, όσο ζούσε ο άντρας της είχε τον μικρό της αδελφό στο σπίτι της και τον έτρεφε.
Πέθανε έπειτα ο άντρας της. Το μεγαλύτερο από τα εφτά της παιδιά ήταν οχτώ χρονών το δε μικρότερο ενός χρόνου.
Ο Γιάννης εικοσιπέντε χρονών τότε, αντικατέστησε τον πατέρα και υποστήριξε τώρα κι αυτός την αδελφή του που τον είχε αναθρέψει.
Αυτό δε τόκαμε ο Γιάννης απλούστατα, σαν καθίσαν, αν και κάπως σκυθρωπά.
Τα νιάτα του φτωχού σπαταλιόνταν έτσι σε δουλειές βαριές που πληρωνόντουσαν άσχημα. Δεν ακούστηκε ποτέ νάχε πιάσει στον τόπο καμιά φιλενάδα. Δεν είχε καιρό να φροντίσει γι' αυτό.
Κάθε βράδυ ερχότανε στο σπίτι κουρασμένος κι έτρωγε τη σούπα του χωρίς να λέει λέξη.
Πολλές φορές, καθώς έτρωγε, η αδελφή του έπαιρνε από το πιάτο του την καλύτερη μερίδα του φαγητού, το κομμάτι το κρέας, την καρδιά του λάχανου για να το δώσει σ' ένα απ' τα παιδιά της· αυτός εξακολουθώντας να τρώει σκυφτός επάνω στο τραπέζι, έχοντας το κεφάλι σχεδόν μέσα στο πιάτο του, και καθώς τα μακριά του μαλλιά πέφτανε γύρω από το πιάτο και σκεπάζανε τα μάτια του φαινότανε σαν μην έβλεπε τίποτα κι άφηνε το πιρούνι της αδελφής του να κάνει τη δουλειά του.
Στη Φαβερόλ, όχι μακριά από το σπιτάκι του Γιάννη, προς τ' αντικρινά του δρομάκου, κατοικούσε μια χωρική, που λεγότανε Μαρία και τα παιδιά της αδελφής του, που συνήθως ήσαν πεινασμένα, πήγαιναν κάποτε σ' αυτήν, ζητούσαν από μέρους της μάνας τους ένα φλιτζάνι γάλα, που τόπιναν έπειτα πίσω από κανένα φράχτη ή δέντρο, αρπάζοντας το φλιτζάνι τόνα από το στόμα του άλλου, με τόση λαιμαργία, ώστε οι μικρές τόριχναν συνήθως στο στήθος τους, κι απάνω στα φορέματά τους.
Η μητέρα θα τα τιμωρούσε αυστηρά, αν εμάθαινε αυτή τους την πονηριά.
Ο Γιάννης, αν και απότομος και μουρμούρης, πλήρωνε πάντα κρυφά από την μητέρα τους, στη Μαρία το γάλα της κι έτσι τα παιδιά εγλίτωναν την τιμωρία.
Την εποχή που κλαδεύονται τα δέντρα, κέρδιζε δεκαοχτώ σολντιά κάθε μέρα· έπειτα κοιτούσε άλλες δουλειές, πότε θεριστής, πότε σκαφτιάς, πότε αγελάρης, πότε χαμάλης.
Έκανε ό,τι μπορούσε.
Δούλευε κι η αδελφή του, μα τί νάκανε αφού είχε εφτά ανήλικα να θρέψει;
Να ένας οικτρός σωρός ψυχών, που τον εκύκλωσε λίγο λίγο η φτώχεια και τον έσφιξε.
Ήρθε και μια βαρυχειμωνιά. Ο Γιάννης έχασε κάθε δουλειά, η οικογένεια στερήθηκε και το ψωμάκι. Έμεινε νηστική κυριολεκτικώς. Εφτά παιδιά!
Ήτανε βράδυ Κυριακής, όταν ο ψωμάς που ήτανε στην πλατεία της εκκλησίας, στη Φαβερόλ, ετοιμαζότανε να πέσει να κοιμηθεί.
Ακούει δυνατό χτύπημα στα τζάμια της βιτρίνας του μαγαζιού του, που προφυλαγότανε από ένα δίχτυ συρμάτινο.
Τρέχει να ιδεί τί έγινε και το μάτι του προφταίνει ένα χέρι που, αφού είχε σπάσει με δυνατή γροθιά και σύρματα και τζάμια, άρπαξε ένα ψωμί.
Τρέχει αμέσως έξω ο ψωμάς, βλέπει τον κλέφτη πούφευγε τρεχάλα.
Τον κυνηγάει, τον πιάνει. Ο κλέφτης είχε ρίξει κάτω το ψωμί, μα το χέρι του ήταν ακόμη καταματωμένο.
Κλέφτης ο Γιάννης Αγιάννης.
Αυτό στα 1795.
Τον πάνε τον Γιάννη στα δικαστήρια εκείνου του καιρού ως «ένοχον κλοπής, διαρρήξεως, διαπραχθείσης νύκτα εις οικίαν κατωκουμένην».
Ο Γιάννης είχε ένα τουφέκι και ήξερε να το μεταχειρίζεται όσο κανένας· έτυχε δε και να τον ιδούνε κάποτε να κυνηγάει στα δάση, όπου, απαγορευότανε το κυνήγι για λόγους δημοσίας ασφαλείας. Αυτό τον έβλαψε πολύ.
Στον τόπο μας, υπάρχει γι' αυτούς τους λαθροθήρας μια βάσιμη πρόληψη. Ο λαθροθήρας έχει με τον ληστή και τον πειρατή συγγένεια πράγματι μεγάλη· υπάρχει όμως πάλι άβυσσος ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς και στους φονιάδες των πόλεων. Ο λαθροθήρας ζει στα δάση· ο ληστής στα βουνά· ο πειρατής στις ακρογιαλιές και στο πέλαγος· οι πολιτείες δε κάνουν τους ανθρώπους ωμότερους, γιατί τους διαφθείρουν οι πολιτείες. Τα βουνά, τα πέλαγα, τα δάση, εξαγριώνουν τα δάση, μεγαλώνοντας τα θηριώδη του ένστικτα, μα πολλές φορές δεν σβήνουν τα ένστικτά του τα φιλάνθρωπα.
Ο Γιάννης Αγιάννης κηρύχθηκε ένοχος.
Ο νόμος ήταν ρητός.
Υπάρχουνε στον πολιτισμό μας μερικές τρομερές ώρες· σε στιγμές που ποινικό δικαστήριο σημειώνει ένα ηθικό ναυάγιο. Τί πένθιμη στιγμή, η στιγμή που η κοινωνία, απομακρυνόμενη αποτελειώνει την ανεπανόρθωτη εγκατάλειψη ενός λογικού πλάσματος!
Ο Γιάννης καταδικάστηκε σε πέντε χρονών κάτεργο!
Στις 22 Απριλίου 1796 μαθεύτηκε στο Παρίσι η στο Μοντενόννι νίκη του αρχηγού της γαλλικής στρατιάς της Ιταλίας που τότε λεγότανε Μπουοναπάρτε· την ίδια εκείνη μέρα, στη φυλακή της Βισέτρ, ξετυλίχθηκε μια αλυσίδα, κι ένας από κείνους που δέθηκαν, ήταν ο Γιάννης Αγιάννης.
Κάποιος παλιός δεσμοφύλακας, γέρος ενενηντάρης σήμερα, θυμάται ακόμα καλά τον δυστυχισμένον αυτόν, όταν καταγινόντουσαν να κλείσουνε τα πόδια του στις αλυσίδες, στην αυλή εκείνη της φυλακής.
Καθότανε καταγής, όπως και οι άλλοι κατάδικοι. Φαινότανε να μην καταλαβαίνει τίποτε, από τη θέση του, παρά μόνον πως ήταν φριχτή. Πιθανόν και να διέβλεπε αμυδρά, μέσα στις συγκεχυμένες ιδέες της τελείας άγνοιάς του, το πολύ βαρύ της ποινής του.
Ενώ χτυπούσαν και κάρφωναν στον τοίχο, πίσω απ' το κεφάλι του, τον σιδερένιο κρίκο από τον οποίον κρατιόταν η άκρη της αλυσίδας, αυτός έκλαιγε· τα δάκρυα τον έπνιγαν, του κοβότανε η φωνή· κατόρθωνε δε μόνο να λέει κάθε τόσο:
«Έκανα τον κλαδευτή στη Φαβερόλ…»
Έπειτα δε, βγάζοντας γοερές κραυγές, σήκωνε το δεξί του χέρι και το κατέβαζε εφτά φορές, κι όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν πως ό,τι έκαμε ο άνθρωπος αυτός τόκαμε για να θρέψει και να ντύσει εφτά ανήλικα παιδιά.
Τον επήγαν έπειτα στην Τουλόν, όπου βρισκότανε το κάτεργο κι όπου έφτασε ύστερα από οδοιπορία εικοσιεφτά ημερών, καθισμένος μέσα σε κάρο, με την αλυσίδα στο λαιμό.
Στην Τουλόν εφόρεσε την κόκκινη μπλούζα των καταδίκων.
Καθετί που υπήρξε η προτερινή του ζωή, έσβησε, κι αυτό το όνομά του ακόμη· γιατί ούτε ως Γιάννη Αγιάννη δεν τον ήξεραν πια στο κάτεργο, αλλ' ως αριθμό 24609.
Τί απέγινε η αδελφή του; Τί απέγιναν τα εφτά της παιδιά; Ποιον ενδιέφερε; Τί απογίνονται τα φύλλα ενός κλαριού που κόβεται από τον κορμό;
Η ίδια πάντοτε ιστορία. Οι δυστυχισμένες εκείνες υπάρξεις, πλάσματα του Θεού, μην έχοντας πια ούτε κανένα στήριγμα, ούτε προστάτη, ούτε καταφύγιο, πήγαιναν στην τύχη. Και ποιος ξέρει μάλιστα; Το καθένα ίσως προς διαφορετική διεύθυνση, βυθιζόμενα λίγο λίγο στην παγερή καταχνιά, όπου χάνονται οι μοναχικές υπάρξεις· στο σκοτάδι το ζοφερό, όπου σβήνουν, το ένα ύστερα από το άλλο, τόσα άτυχα κεφάλια, ακολουθώντας το πένθιμο βήμα της ανθρωπότητος.
Φύγανε, παράτησαν τον τόπο τους. Το καμπαναριό του χωριού, που υπήρξε χωριό τους, τα ξέχασε. Ο «μπάρμπας τους ο Γιάννης», ύστερα από μερικών χρόνων κάτεργα, τα ξέχασε κι αυτός. Στην καρδιά του είχε κάποτε ανοιχτή πληγή, αυτήν την διαδέχτηκε ουλή — και να:
Όλον τον καιρό πούμεινε στην Τουλόν, μια φορά μονάχα άκουσε για την αδελφή του· ήτανε νομίζω κατά το τέλος του τέταρτου χρόνου της φυλάκισής του.
Δεν θυμάμαι πια πώς τόμαθε. Κάποιος άνθρωπος, που τις ήξερε στην πατρίδα τους, είχε ιδεί την αδελφή του στο Παρίσι. Έμενε σ' ένα φτωχικό δρόμο σιμά στον Άγιο Σουλπίκιο.
Ένα μονάχα παιδί είχε μαζί της, ένα μικρό αγόρι, το τελευταίο. Πού ήσαν τάλλα έξι; Ίσως να μην ήξερε ούτε εκείνη.
Κάθε πρωί πήγαινε σ' ένα τυπογραφείο, όπου δούλευε διπλώνοντας και συνθέτοντας φύλλα. Έπρεπε να βρίσκεται εκεί από τις έξι το πρωί, το χειμώνα πριν ακόμα φέξει η μέρα.
Στο ίδιο σπίτι όπου βρισκότανε το τυπογραφείο, ήτανε και σχολείο, όπου πήγαινε το μικρό της παιδί, εφτά χρονών τότε. Επειδή όμως στο τυπογραφείο έπρεπε να πηγαίνει στις έξι και το σχολείο άνοιγε στις εφτά, το παιδί περίμενε μια ώρα στην αυλή ώς που ν' ανοίξει το σχολείο. Μια ώρα χειμωνιάτικη, μια ώρα νύχτας στο ύπαιθρο.
Δεν ήθελαν να μπαίνει ο μικρός στο τυπογραφείο, γιατί, έλεγαν, τους ενοχλούσε. Πολλές φορές, οι εργάτες που περνούσαν το πρωί έβλεπαν τον μικρούλη καθισμένον στις πέτρες, νυσταγμένον και κάποτε να κοιμάται πάνω στο καλαθάκι του. Όταν έβρεχε, το λυπότανε μια γριά, η θυρωρός, και τόπαιρνε στην κάμαρά της, όπου δεν βρισκότανε τίποτε άλλο παρά ένα φτωχικό κρεβάτι, μια ρόκα και δυο ξύλινες καρέκλες. Και το παιδί κοιμόταν εκεί, σε μια γωνιά, όσο μπορούσε πιο κοντά στη γάτα, για να νιώθει λιγότερο το κρύο.
Στις εφτά άνοιγε το σχολείο και έμπαινε μέσα.
Αυτά είναι όλα όσα είπεν στο Γιάννη μια μέρα· γι' αυτόν υπήρξαν σαν μια στιγμή, σαν μια αστραπή, σαν ένα παράθυρο που ανοίχτηκε ορμητικά στην τύχη των όντων εκείνων, που είχεν αγαπήσει· έπειτα δε πάλι κλείστηκαν όλα.
Δεν άκουσε πια γι' αυτούς τίποτα· ποτέ δεν τους ξανάδε, ούτε τους ξαναντάμωσε. Κι ούτε θα ξαναβρεθούν στη συνέχεια της λυπηρής αυτής ιστορίας.
* * *
Κατά τα τέλη του τέταρτου αυτού χρόνου ήρθε και η σειρά του Γιάννη να δραπετεύσει από το κάτεργο, βοηθούμενος απ' τους συντρόφους του, όπως συμβαίνει στον φριχτό εκείνο τόπο.
Εδραπέτευσε.
Περιπλανήθηκε δυο μέρες ελεύθερος στα χωράφια, αν μπορεί να ειπωθεί ελεύθερος ένας άνθρωπος που τον κυνηγούν· ένας άνθρωπος που γυρνάει κάθε στιγμή και κοιτάζει πίσω του· που τρομάζει από τον παραμικρότερο κρότο, που φοβάται τα πάντα, τη σκεπή που καπνίζει, τον διαβάτη που περνάει, τον σκύλο που γαβγίζει, το άλογο που τρέχει, το ρολόι που χτυπάει τις ώρες την ημέρα επειδή βλέπουν τα μάτια, την νύχτα επειδή δεν βλέπουν τα μάτια το δρόμο, το μονοπάτι, το θάμνο, τον ύπνο.
Κατά το βράδυ της δευτέρας μέρας τον έπιασαν.
Τριανταέξι ώρες δεν είχε φάει τίποτα, ούτε είχε κοιμηθεί.
Καταδικάστηκε για τη δραπέτευση αυτή, σε τριετή παράταση της ποινής του. Έγιναν οχτώ τα πέντε χρόνια του κατέργου.
Τον έκτο χρόνο, ήρθε πάλι η σειρά του να δραπετεύσει. Το επεχείρησε, μα δεν το κατόρθωσε.
Όταν διαβάζανε τον κατάλογο, δεν βρέθηκε παρών. Αμέσως εβρόντησε μια κανονιά από το κάτεργο, όπως γίνεται συνήθως, για να πληροφορηθεί ο κόσμος ότι ένας κατάδικος εδραπέτευσε.
Οι νυχτερινές περιπολίες τον ευρήκαν κρυμμένον στο σκάφος ενός πλοίου που βρισκότανε στα σκαριά. Δοκίμασε να τους αντισταθεί. Η θέσις του επεβαρύνθη. Δραπέτευσις και αντίστασις κατά της εξουσίας.
Η πράξις αυτή προβλεπομένη από ειδικό κώδικα, τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια ακόμη στο κάτεργο, και στα δυο από αυτά με διπλή αλυσίδα.
Γίνονται δεκατρία χρόνια.
Τον δέκατο χρόνο ξανάρθε η σειρά του· απεπειράθη ξανά, απέτυχε ξανά.
Τρία χρόνια για τη νέα αυτή απόπειρα. Γίνονται τα χρόνια δεκάξι.
Τέλος, κατά το δέκατο τρίτο χρόνο, νομίζω απεπειράθη και για τελευταία φορά να δραπετεύσει, μα δεν κατόρθωσε τίποτε άλλο παρά να τον πιάσουν ύστερα από τέσσερις ώρες.
Άλλα τρία χρόνια για τις τέσσερις αυτές ώρες, δεκαεπτά χρόνια.
Τον Οκτώβριο του 1815 τέλος απολύθηκε.
Ας σημειωθεί ότι είχε ριχτεί στο κάτεργο στα 1796, επειδή έσπασε ένα τζάμι και άρπαξε ένα ψωμί.
Και μια μικρή παρένθεσις τώρα. Για δεύτερη φορά ο συγγραφεύς αυτού του βιβλίου, μελετώντας το ποινικό ζήτημα και τις τιμωρίες που επιβάλλει ο νόμος, συναντά την κλοπή ενός ψωμιού ως αρχή της καταστροφής.
Μια αγγλική στατιστική πιστοποιεί ότι στο Λονδίνο, σε πέντε κλοπές, οι τέσσερις έχουν αφορμή την πείνα.
Ο Γιάννης Αγιάννης μπήκε στο κάτεργο κλαίγοντας και βαρυγγομώντας· βγήκε τώρα απαθής.
Μπήκε απελπισμένος, βγήκε βλοσυρός.
Τί συνέβη μέσα σ' εκείνη την ψυχή;

Ζ΄.
Ας προσπαθήσουμε να το παραστήσουμε με λόγια.
Η κοινωνία πρέπει να τα προσέχει αυτά τα πράγματα, γιατί αυτή η ίδια τα δημιουργεί.
Ο Γιάννης Αγιάννης ήτανε, καθώς είπαμε, άνθρωπος αμόρφωτος· όχι όμως ηλίθιος.
Υπήρχε μέσα του αναμμένη η κοινή φλόγα, η έμφυτη.
Η δυστυχία, που έχει κι αυτή το δικό της το φως, μεγάλωσε το λυκαυγές που υπήρχε στο πνεύμα αυτό.
Κάτω από το ραβδί, απ' τα δεσμά, στη φυλακή, στις αγγαρείες, κάτω από το φλογερό ήλιο του κατέργου, πάνω στο ξύλινο κρεβάτι των καταδίκων εξήτασε τη συνείδησή του κι εσχημάτισε σκέψη. Έκαμε ο ίδιος τον εαυτό του δικαστήριο.
Και πρώτα άρχισε ν' ανακρίνει ο ίδιος τον εαυτό του.
Είδε πως δεν ετιμωρήθηκε άδικα· ανεγνώρισε πως δεν ήταν αθώος. Παραδέχθηκε πως είχε κάμει μια αξιόμεμπτη πράξη, ότι αν ζητούσε εκείνο το ψωμί που είχε αρπάξει, ίσως δεν θα του το αρνιόνταν· ότι, οπωσδήποτε ήτανε προτιμότερο να το περιμένει, είτε από τη ζητιανιά είτε από τη δουλειά, ότι μπορούν ν' απαντήσουν καταφατικά στην ερώτηση: «μπορώ να περιμένω όταν πεινάω;» Ότι αυτός δεν είναι λόγος· ότι, πρώτα πρώτα, είναι σπανιότατο να πεθάνει κανείς από την πείνα· έπειτα, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος, πότε να υποφέρει πολύν καιρό, να υποφέρει πολύ ψυχικά και σωματικά χωρίς να πεθαίνει· ότι χρειαζότανε λοιπόν υπομονή, ότι αυτό θάτανε το καλύτερο, έστω και για τα φτωχά ανήλικα εκείνα παιδιά· ότι ήτανε τρέλα το να θελήσει αυτός, άρρωστος και δυστυχισμένος άνθρωπος, να πιάσει την κοινωνία ολόκληρη από το λαιμό και να φαντασθεί ότι γλιτώνει κανείς από την φτώχεια με την κλεψιά, ότι οπωσδήποτε είναι πολύ κακή πόρτα για να βγει από τη φτώχεια, η πόρτα από την οποία μπαίνει κανείς στην ατιμία· ότι τέλος έφταιξε.
Έπειτα αναρωτιότανε.
Αν αυτός ήταν ο μόνος φταίχτης στην ιστορία αυτή. Αν πρώτα πρώτα, δεν ήτανε πράγμα σοβαρό το να λείψει δουλειά σ' αυτόν που ήταν δουλευτής· το να λείψει ψωμί σ' αυτόν που ήταν εργατικός. Αν έπειτα αφού το φταίξιμο έγινε κι εξομολογήθηκε, δεν ήταν τιμωρία βαριά και υπερβολική. Αν δεν έκανε μεγαλύτερη κατάχρηση ο νόμος στην ποινή, παρ' όση ο ένοχος στο φταίξιμο. Αν ο ζυγός, με τον οποίον ζυγίζεται το δίκαιο, έχει τις πλάστιγγες ισόρροπες, και δεν είναι βαρύτερη η ζυγαριά όταν μπαίνει το αντίποινο. Αν η επιβάρυνσις της ποινής δεν σβήνει το φταίξιμο, κι αν δεν στρέφει το πράγμα προς το αντίθετο μέρος, βάζοντας, στη θέση του εγκλήματος του ενόχου, το έγκλημα του τιμωρού, μεταβάλλοντας τον ένοχο σε θύμα, τον οφειλέτη σε δανειστή, και στρέφοντας οριστικά το δίκαιο μάλλον προς το μέρος εκείνου που το παραβίασε. Αν αυτή η ποινή, που επιβαρύνεται σε κάθε απόπειρα δραπετεύσεως, δεν καταντά στο τέλος κατάχρησις του ισχυροτάτου εις βάρος του ασθενεστέρου, έγκλημα της κοινωνίας κατά του ατόμου, έγκλημα που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και που βάσταξε δεκαεννιά χρόνια.
Αναρωτήθηκε αν η ανθρώπινη κοινωνία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάζει τα μέλη της να υπομένουν, στη μια περίπτωση την παράλογη απρονοησία της, στην άλλη δε την άσπλαγχνη πρόνοιά της, και να φυλακίζει για πάντα ένα φτωχόν άνθρωπο, ανάμεσα σε μιαν έλλειψή της και σε μιαν υπερβολή της· έλλειψη μεν δουλειάς γι' αυτόν, υπερβολής δε τιμωρίας εναντίον του.
Αν δεν είναι πολύ κακό το να φέρνεται έτσι η κοινωνία προς εκείνα μάλιστα τα μέλη της που τους έτυχε ο μικρότερος κλήρος στην από τύχη γενόμενη μοιρασιά των αγαθών, κι επομένως είναι πιο πολύ άξια επιεικείας.
Σκεπτόμενος αυτά τα ζητήματα και λύνοντάς τα, έκρινε κι αυτός την κοινωνία και την κατεδίκασε.
Την κατεδίκασε σε τί; Στο μίσος του.
Την κατέστησε υπεύθυνη για την τύχη του, και είπε βαθιά στην καρδιά του ότι ίσως δεν θα εδίσταζε μια μέρα να της ζητήσει το λόγο. Είπε βαθιά στην καρδιά του ότι δεν υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στη ζημιά που έκαμε αυτός και στη ζημιά που του έκαμαν. Έβγαλε τέλος πάντων το συμπέρασμα ότι η τιμωρία του δεν ήτανε μεν αδικία, αλλ' ήταν βέβαια απανθρωπία.
Ο θυμός μπορεί να είναι τυφλός και παράλογος· συμβαίνει να θυμώσει κανείς χωρίς λόγο· δεν αγανακτεί όμως, παρά όταν έχει κάπως δίκιο. Ο Γιάννης Αγιάννης αισθανότανε μέσα του αγανάκτηση.
Άλλωστε η ανθρώπινη κοινωνία μόνο κακό του είχε προξενήσει· ποτέ δεν είδε από αυτήν άλλο από το οργισμένο της πρόσωπο, που ονομάζοντάς το Δικαιοσύνη της, το δείχνει σ' όσους χτυπάει.
Οι άνθρωποι τον άγγιξαν μόνο για ν' αφήσουν στο κορμί του μώλωπες. Κάθε τους επαφή, ήτανε πληγή σ' αυτόν.
Ποτέ, από τότε που ήτανε παιδί, ούτε από τη μητέρα του την ίδια, ούτε από την αδελφή του, άκουσε λόγο φιλικό, δεν είδε μάτια καλοσύνης.
Από πάθημα σε πάθημα, σχημάτισε σιγά σιγά την πεποίθηση πως η ζωή είναι πόλεμος και πως σ' αυτόν τον πόλεμο αυτός ήτανε νικημένος.
Δεν είχε λοιπόν άλλο όπλο παρά το μίσος του. Αυτό αποφάσισε ν' ακονίσει μέσα στο κάτεργο και να το πάρει μαζί του βγαίνοντας.

[πηγή: Βίκτωρ Ουγκώ, Οι Άθλιοι, τόμ. Α´, μτφ. Γ. Τσουκαλάς, Έκδοση της εφημερίδας Ανεξάρτητος, Αθήνα χ.χ., σ. 83-91]
Φώτο: Google images

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Θέματα Φυσικής 2017

Βατά και αναμενόμενα χαρακτηρίστηκαν τα φετινά θέματα στη Φυσική προσανατολισμού θετικών σπουδών. Είθε να ανταμειφθούν οι κόποι όσων αγωνίστηκαν!!

Τα θέματα μπορείτε να τα δείτε εδώ.


Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Νέος γραμμικός επιταχυντής στο CERN

Ακτίνες υψηλότερης ενέργειας φέρνει ο Linac 4 το 2021


Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών (CERN) στα γαλλο-ελβετικά σύνορα εγκαινίασε το νέο γραμμικό επιταχυντή του Linac 4. Το νέο απόκτημα θα τροφοδοτήσει με ακτίνες υψηλότερης ενέργειας τον μεγάλο επιταχυντή αδρονίων (LHC), ώστε ο τελευταίος να αυξήσει σημαντικά τη φωτεινότητά του το 2021.

Μετά από μία μακρά περίοδο δοκιμών, ο Linac 4 θα συνδεθεί με τον μεγάλο επιταχυντή LHC, όταν ο τελευταίος τεθεί εκτός λειτουργίας για την καθιερωμένη τεχνική συντήρηση και αναβάθμιση τον χειμώνα της περιόδου 2019-2020.

Ο Linac 4 θα αντικαταστήσει τον γραμμικό επιταχυντή Linac 2, ο οποίος λειτουργεί από το 1978 και θα γίνει πλέον αυτός το πρώτο στάδιο στην αλυσίδα επιταχυντών του CERN, παράγοντας ακτίνες πρωτονίων για μια ευρεία γκάμα πειραμάτων.

Ο γραμμικός επιταχυντής είναι το πρώτο και θεμελιώδες βήμα στην αλυσίδα επιτάχυνσης των σωματιδίων, καθώς σε αυτόν παράγονται τα πρώτα σωματίδια και δέχονται την αρχική επιτάχυνσή τους. Ο Linac 4 έχει μήκος σχεδόν 90 μέτρων (έναντι 27 χιλιομέτρων του LHC), βρίσκεται σε βάθος 12 μέτρων κάτω από την επιφάνεια και χρειάσθηκε σχεδόν δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί, με κόστος περίπου 90 εκατ. ευρώ.

Ο νέος γραμμμικός επιταχυντής

Ο Linac 4 θα στέλνει αρνητικά ιόντα υδρογόνου, αποτελούμενα από ένα άτομο υδρογόνου με δύο ηλεκτρόνια, στο σύγχροτρο πρωτονίων (Proton Synchrotron Booster-PSB) του CERN, το οποίο θα επιταχύνει κι άλλο τα αρνητικά ιόντα, ενώ θα απομακρύνει τα ηλεκτρόνιά τους.

Η παραγόμενη ακτίνα του Linac 4 θα έχει ενέργεια έως 160 MeV, υπετριπλάσια σε σχέση με του Linac 2. Αφενός η αύξηση της ενέργειας και αφετέρου η χρήση ιόντων υδρογόνου θα διπλασιάσει την ενέργεια της ακτίνας που θα φθάνει στον μεγάλο επιταχυντή LHC, συμβάλλοντας καθοριστικά στην μελλοντική αύξηση της φωτεινότητας του τελευταίου.

Η φωτεινότητα (luminosity) είναι μια καθοριστική παράμετρος που δείχνει πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των σωματιδίων, τα οποία συγκρούονται σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η μέγιστη φωτεινότητα του LHC σχεδιάζεται να πενταπλασιαθεί έως το 2025, με στόχο τη δημιουργία του «Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων Υψηλής Φωτεινότητας» (High-Luminosity LHC).

Έτσι, τα πειράματα του LHC θα μπορούν να συλλέξουν περίπου δέκα φορές περισσότερα δεδομένα κατά την περίοδο 2025-2035. Αυτό θα επιτρέψει στους φυσικούς να κάνουν πιο ακριβείς μετρήσεις για τα θεμελιώδη σωματίδια από ό,τι σήμερα και ίσως να ανοίξουν ένα «παράθυρο» σε άγνωστες έως τώρα διαδικασίες της φύσης πέρα από το «Καθιερωμένο Πρότυπο» (Standard Model), όπως η σκοτεινή ύλη και ενέργεια ή οι έξτρα χωροχρονικές διαστάσεις.

Από την άλλη, η τεχνολογία του γραμμικού επιταχυντή Linac 4 αναμένεται να αξιοποιηθεί σε μικρότερα, ακόμη και φορητά μηχανήματα, ώστε να έχει και άλλες πρακτικές εφαρμογές, όπως στη βιοϊατρική έρευνα (π.χ. δημιουργία ισοτόπων για τη διάγνωση του καρκίνου) και στην ανάλυση έργων τέχνης (π.χ. πινάκων στα μουσεία).

Το Λούβρο του Παρισιού είναι το μόνο μουσείο στον κόσμο που ήδη διαθέτει στο υπόγειό του τον δικό του μικρό επιταχυντή. Όταν κλείνει τις Τρίτες, διάφορα έργα τέχνης μεταφέρονται εκεί για ανάλυση, μεταξύ άλλων για να αποκαλυφθεί αν είναι γνήσια, από ποιά υλικά κατασκευάσθηκαν και πόσο παλιά είναι.


Εικόνα: Google images

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Πείραμα του Ερατοσθένη


Οι αρχαίοι Ελληνες, αντίθετα με όσα πιστεύει ο μέσος πολίτης σήμερα, γνώριζαν από την εποχή του Αριστοτέλη ότι η Γη είναι σφαιρική και όχι επίπεδη. Ο Ερατοσθένης μάλιστα, με ένα πείραμα που έχει μείνει στην Ιστορία, μπόρεσε να μετρήσει την ακτίνα της Γης με ακρίβεια απρόσμενη για τα μέσα της εποχής εκείνης. Οι μεταγενέστεροι αστρονόμοι και γεωγράφοι όμως συντάχθηκαν με την άποψη του Πτολεμαίου ότι η Γη είναι 30% μικρότερη από όσο είχε μετρήσει ο Ερατοσθένης. Το λάθος αυτό παρέμεινε για 15 αιώνες και ήταν η αιτία να αποφασίσει ο Κολόμβος το ταξίδι για την Ινδία, το οποίο κατέληξε στην ανακάλυψη της Αμερικής. 

Στον τροπικό του Καρκίνου 
Το πείραμα του Ερατοσθένη βασίστηκε στη μέτρηση του ύψους του Ηλίου την ίδια ημερομηνία σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες, καθώς και στην πεποίθηση του μεγάλου έλληνα μαθηματικού ότι ο Ηλιος είναι πολύ μακριά από τη Γη, τόσο ώστε οι ακτίνες του να φθάνουν στον πλανήτη μας σχεδόν παράλληλα. Από διηγήσεις ταξιδιωτών ο Ερατοσθένης έμαθε ότι στις 21 Ιουνίου, την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου, ο Ηλιος καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του νερού των πηγαδιών της πόλης Συήνης, αυτής που σήμερα οι Αιγύπτιοι ονομάζουν Ασουάν. Από την πληροφορία αυτή ο Ερατοσθένης συμπέρανε ότι η Συήνη βρίσκεται πάνω στον τροπικό του Καρκίνου, δηλαδή στον παράλληλο κύκλο με γεωγραφικό πλάτος 23,5 μοίρες. Το χαρακτηριστικό των τόπων που βρίσκονται στον τροπικό του Καρκίνου είναι ότι το μεσημέρι της 21ης Ιουνίου ο Ηλιος βρίσκεται στο ζενίθ, δηλαδή ακριβώς κατακόρυφα προς τα πάνω. Ετσι οι ακτίνες του διαδίδονται κατά μήκος των κατακόρυφων τοιχωμάτων των πηγαδιών, ανακλώνται στην επιφάνεια του νερού και επιστρέφουν προς την επιφάνεια, κάνοντας ορατό το είδωλό του σε έναν παρατηρητή που κοιτάζει από το στόμιο του πηγαδιού. 
Το μεσημέρι της ημέρας του θερινού ηλιοστασίου ο Ερατοσθένης μέτρησε το ύψος του Ηλίου στην πόλη στην οποία κατοικούσε, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η μέτρηση έγινε με τη βοήθεια ενός οβελίσκου, ο οποίος είναι το αρχαιότερο αστρονομικό όργανο στην ιστορία της επιστήμης. Το μήκος της σκιάς που ρίχνει ο οβελίσκος, διαιρεμένο με το ύψος του οβελίσκου, μας δίνει, όπως μάθαμε στο σχολείο, την εφαπτομένη της γωνίας του ύψους του Ηλίου. Η γωνία αυτή, η οποία από τη μέτρηση του Ερατοσθένη προέκυψε 7,2 μοίρες, είναι ίση (ως «εντός-εκτός και επί τα αυτά», όπως θυμούνται οι παλαιότεροι) με την επίκεντρη γωνία που σχηματίζουν δύο ακτίνες της Γης με άκρα τη Συήνη και την Αλεξάνδρεια, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο πόλεις έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος, βρίσκονται δηλαδή στον ίδιο μεσημβρινό. Επειδή από τη γεωμετρία γνωρίζουμε ότι η απόσταση των δύο πόλεων, η ακτίνα της Γης και η γωνία που μέτρησε ο Ερατοσθένης συνδέονται με τη σχέση απόσταση/ακτίνα = 6,28x(7,2/360), η ακτίνα της Γης βρίσκεται αμέσως αν γνωρίζουμε την απόσταση των δύο πόλεων. Την εποχή του Ερατοσθένη, περί το 250 π.Χ., δεν υπήρχε ακριβής μέθοδος μέτρησης τόσο μεγάλων αποστάσεων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ερατοσθένης ανέθεσε σε επαγγελματίες βαδιστές να την υπολογίσουν, και το αποτέλεσμά τους το συνέκρινε με τις εκτιμήσεις αρχηγών καραβανιών. Το τελικό του αποτέλεσμα ήταν ότι η απόσταση Αλεξάνδρειας- Συήνης ισούται με 5.000 στάδια, οπότε η ακτίνα της Γης προκύπτει ίση με 252.000 στάδια. 

Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την ακρίβεια της μέτρησης του Ερατοσθένη, θα έπρεπε να γνωρίζουμε πόσο είναι το μήκος ενός σταδίου σε μέτρα, καθώς και κατά πόσο αληθεύουν οι δύο υποθέσεις του Ερατοσθένη, δηλαδή ότι η Συήνη έχει γεωγραφικό πλάτος 23,5 μοίρες και ότι Συήνη και Αλεξάνδρεια βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό. Μια ματιά σε έναν σύγχρονο χάρτη δείχνει ότι και οι δύο υποθέσεις ήταν λανθασμένες, αλλά το λάθος δεν ήταν μεγάλο: το γεωγραφικό πλάτος της Συήνης είναι 24,1 μοίρες, ενώ τα γεωγραφικά μήκη των δύο πόλεων διαφέρουν μόνο κατά μία μοίρα. Επομένως η βασική πηγή σφάλματος είναι το μήκος ενός σταδίου σε μέτρα. Θα έλεγε κανείς ότι έχουν διασωθεί πολλά αρχαία στάδια, οπότε δεν έχουμε παρά να μετρήσουμε πόσο μήκος έχει ένα από αυτά. Δυστυχώς τα στάδια δεν είχαν το ίδιο μήκος σε όλες τις περιοχές της αρχαίας Ελλάδας. Αν υποθέσουμε ότι ο Ερατοσθένης εννοούσε αττικά στάδια των 185 μέτρων, τότε το αποτέλεσμά του δίνει για την ακτίνα της Γης 7.400 χιλιόμετρα, τιμή 16% μεγαλύτερη από την πραγματική. Αν όμως εννοούσε αιγυπτιακά στάδια, πράγμα που είναι και το πιθανότερο, τότε κατά τον Ερατοσθένη η ακτίνα της Γης είναι 6.316 χιλιόμετρα, μόλις 1% μικρότερη από την πραγματική, που σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι 6.366 χιλιόμετρα! 


Πως ξεγελάστηκε ο Κολόμβος

Το πείραμα του Ερατοσθένη είχε δημιουργήσει μεγάλη εντύπωση στην εποχή του, και αρκετοί μεταγενέστεροι φυσικοί φιλόσοφοι, όπως ονομάζονταν οι επιστήμονες εκείνη την εποχή, θέλησαν να το επαναλάβουν. Ο πρώτος που γνωρίζουμε, χρονολογικά, ήταν ο Ελληνας Ποσειδώνιος ο Ρόδιος, ο οποίος γύρω στο 100 π.Χ. υπολόγισε την ακτίνα της Γης με διαφορετική μέθοδο από αυτήν του Ερατοσθένη. Υπέθεσε ότι η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος είναι στον ίδιο μεσημβρινό και υπολόγισε ότι η επίκεντρη γωνία που σχηματίζουν οι δύο πόλεις είναι 7,5 μοίρες, παρατηρώντας όχι τον Ηλιο αλλά το ύψος του αστέρα Κάνωπου, όπως φαίνεται από τις δύο πόλεις. Υποθέτοντας ότι η απόσταση των δύο πόλεων είναι 5.000 στάδια, κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα πρακτικά ίδιο με αυτό του Ερατοσθένη. Μεταγενέστερα όμως αναθεώρησε την εκτίμησή του για την απόσταση Ρόδου- Αλεξάνδρειας σε 3.750 στάδια, οπότε η ακτίνα της Γης προέκυψε ίση με 4.500 χιλιόμετρα, δηλαδή 30% μικρότερη από την πραγματική. Με την τιμή αυτή συμφώνησε στη συνέχεια ο ρωμαίος ναύαρχος και φυσικός φιλόσοφος Πλίνιος, ενώ την καθιέρωσε οριστικά ο έλληνας αστρονόμος Πτολεμαίος αναφέροντάς τη στο βιβλίο του Γεωγραφία


Τα βιβλία του Πτολεμαίου έχαιραν μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των επιστημόνων ως την Αναγέννηση, και αυτό το γεγονός ήταν η αιτία να επικρατήσει τελικά η λανθασμένη τιμή του Ποσειδώνιου για την ακτίνα της Γης. Σε υδρόγειες σφαίρες της εποχής, κατασκευασμένης με βάση αυτήν τη λανθασμένη τιμή, βλέπει κανείς τοποθετημένες την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική να καλύπτουν όλη την επιφάνεια της Γης, χωρίς να υπάρχει διαθέσιμος χώρος για άλλη ήπειρο. Ο Κολόμβος, με βάση παρόμοιους χάρτες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ινδία απείχε από τα Κανάρια Νησιά μόλις 6.300 χιλιόμετρα δυτικά (αντί για τη σωστή 28.000 χιλιόμετρα), οπότε θα μπορούσε να φθάσει σχετικά σύντομα στις Ινδίες ταξιδεύοντας προς δυσμάς. Επομένως θα μπορούσε κανείς να πει ότι το λάθος του Ποσειδώνιου έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν γνώριζε τις πραγματικές διαστάσεις της Γης δεν θα τολμούσε ποτέ να ξεκινήσει για ένα ταξίδι 28.000 χιλιομέτρων με τα πλοία της εποχής.

Ο κ. Χάρης Βάρβογλης είναι καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ

Εικόνα: Google images

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Η  ΖΩΗ  ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ  ΤΩΝ  ΤΡΙΩΝ   ΙΕΡΑΡΧΩΝ


Στις 30 Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, όπως καθιερώθηκε από το 1100 μ.Χ.. Η γιορτή τους, από το 1842, λέγεται και Γιορτή των Γραμμάτων, μια και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν Μεγάλοι Δάσκαλοι αλλά και Πατέρες της Εκκλησίας.
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι: ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Η γιορτή τους είναι γιορτή της παιδείας και των γραμμάτων, γιορτή των δασκάλων και των μαθητών.
Είναι γιορτή τόσο Σχολική όσο και Χριστιανική.
Σχολική είναι, γιατί οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί δάσκαλοι, φημισμένοι ρήτορες και συγγραφείς. Πρόσφεραν πάρα πολλά στα γράμματα, διαθέτοντας ολόκληρη  την περιουσία τους.
Χριστιανική είναι, γιατί και οι τρεις ήταν ευσεβείς Ιεράρχες, επιφανείς θεολόγοι, με κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπικό έργο, που διέθεσαν τη ζωή τους στην πίστη τους για το Χριστό.
Μελέτησαν τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, και κατόρθωσαν να  συμφιλιώσουν το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα με την Χριστιανική Πίστη. Απέρριψαν τα ειδωλολατρικά στοιχεία και κράτησαν τις αρχές της διαλεκτικής σκέψης της ελληνικής παιδείας, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «να δοκιμάζουμε τα πάντα αλλά να κρατάμε το καλό».
Έστησαν έτσι γέφυρες ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο, ανάμεσα στη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την πραγματική αλήθεια της αγάπης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό.
Δικαιολογημένα η εποχή τους ονομάστηκε: «Χρυσός Αιώνας της Εκκλησίας».
Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι πολύ μεγάλο. Όλοι οι φτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά και οι ηλικιωμένοι έβρισκαν καταφύγιο κοντά τους. Η μεγάλη τους καρδιά και η χριστιανική ψυχή τους γίνονταν στέγη για όσους είχαν ανάγκη.
Ήταν τόση η καλοσύνη και η φιλανθρωπία τους, που δεν υπολόγισαν τα πλούτη και τα χρήματά τους. Τίποτα δεν κράτησαν για τον εαυτό τους. Όλα τα υπάρχοντά τους τα διέθεσαν για να δώσουν χαρά στους συνάνθρωπούς τους.
Πολλές φορές οι Ιεράρχες με τα ίδια τους τα χέρια, έδεναν τις πληγές των αρρώστων. Τίποτε δεν τους φόβιζε. Ακόμη και τους λεπρούς περιποιούνταν.
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν και ιεραπόστολοι. Δίδασκαν τη Χριστιανική θρησκεία και το Λόγο του Θεού με πάθος, γεγονός που σε συνδυασμό με τη μεγάλη τους μόρφωση, τους έφερε αντιμέτωπους και εχθρούς με βασιλιάδες και άρχοντες.
Δίκαια, λοιπόν, ονομάστηκαν Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και Προστάτες των Γραμμάτων και των Σχολείων.

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ή ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 330 μ.Χ, αλλά μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Γονείς του ήταν η ενάρετη Εμμέλεια που ήταν κόρη μάρτυρα και ο ονομαστός ρήτορας Βασίλειος. Από την ευλογημένη αυτή οικογένεια αναδείκτηκαν άγιοι της Εκκλησίας μας γιαγιά, μητέρα και τέσσερα παιδιά.

 Οι πλούσιοι γονείς του φρόντισαν να πάρει μεγάλη μόρφωση. Σπούδασε στην Καισάρεια και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με τον αδελφικό του φίλο Γρηγόριο, το Ναζιανζηνό.
Ο  Βασίλειος ύστερα από τις λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Καισάρεια. Εκεί άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και αφού βαφτίστηκε σε μεγάλη ηλικία, όπως συνηθιζόταν τότε, αποφάσισε να γίνει μοναχός.
Για να γνωρίσει μεγάλους ασκητές της εποχής του επισκέπτηκε την Αίγυπτο την Παλαιστίνη αλλά και άλλες χώρες. Γοητευμένος, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και μόνασε σ’ένα ερημικό μέρος του Πόντου.
Όταν είδε ότι οι αιρετικοί κατατάραζαν την Εκκλησία δέκτηκε το μεγάλο αξίωμα της ιεροσύνης. Έγινε διάκονος, ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καισάρειας απ’ όπου καταπολέμησε  σθεναρά τον αρειανισμό.
Ιστορική έμεινε η απάντηση που έδωσε στο φιλαρειανό απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ύπαρχο Μόδεστο, όταν τον απείλησε αυστηρά με δήμευση της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο: «Τίποτε από αυτά δε φοβάμαι» απάντησε ο Βασίλειος, «γιατί περιουσία δεν έχω παρά μόνο τα φτωχά μου ρούχα και λίγα βιβλία. Εξορία δε φοβάμαι, γιατί όλοι σ’ αυτή τη ζωή είμαστε σαν τα πουλιά χωρίς μόνιμη στέγη. Βάσανα δε λογαριάζω, γιατί το ασθενικό μου σώμα γρήγορα θα πεθάνει. Κι ο θάνατος θα με φέρει κοντά στο Θεό, για τον οποίο ζω και εργάζομαι».
Ο Μέγας Βασίλειος θεμελίωσε  τη Χριστιανική του Θεολογία, αντλώντας επιλεκτικά από την αρχαιοελληνική και κυρίως από την πλατωνική φιλοσοφία.
Καθημερινά δίδασκε τους ανθρώπους εξηγώντας το Ευαγγέλιο.
Συμβούλευε τη νεολαία να διαβάζει την ελληνική ιστορία, μυθολογία, ποίηση και φιλοσοφία.
Έγραψε πολλά βιβλία, επιστολές, κηρύγματα, ομιλίες, προσευχές και τη Θεία Λειτουργία που φέρει το όνομά του.
Ολόκληρη πόλη, την περίφημη Βασιλειάδα, αποτελούν τα φιλανθρωπικά του ιδρύματα: νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξενώνες, εργαστήρια, σχολεία κ.α. για τα οποία διέθεσε όλα του τα υπάρχοντα.
Πέθανε το 379, σε ηλικία 49 χρονών. Η Εκκλησία μας τον ονόμασε «Οικουμενικό και Μέγα διδάσκαλο». Τον τιμάει ως άγιο την 1η Ιανουαρίου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ονομάστηκε Χρυσόστομος για τις ρητορικές του ικανότητες. Γεννήθηκε το 345 στην Αντιόχεια της Συρίας. Γονείς του ήταν ο ανώτερος αξιωματικός Σεκούνδος και η ευσεβής Ανθούσα. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από τον πατέρα του και το βάρος της ανατροφής και μόρφωσής του έπεσε στην ενάρετη Ανθούσα.
Ύστερα από τη γενική εκπαίδευση, ο Ιωάννης, σπούδασε ρητορική στη σχολή του περίφημου δασκάλου της εποχής εκείνης, του εθνικού Λιβάνιου.
Μετά τις λαμπρές φιλοσοφικές και νομικές σπουδές του, ο Ιωάννης άσκησε στην Αντιόχεια το επάγγελμα του δικηγόρου. Γρήγορα όμως τον τράβηξαν οι θεολογικές σπουδές και όταν βαπτίστηκε, άρχισε να ζει ασκητική ζωή.
Ύστερα από μερικά χρόνια ασκητικής ζωής, ο Ιωάννης δέχτηκε τη χάρη της ιεροσύνης και υπηρέτησε την Εκκλησία. Με τα λαμπρά του κηρύγματα και κυρίως μα το έξοχο παράδειγμά του μαγνήτιζε τις ψυχές των πιστών. Είχε κατορθώσει να τρέφει καθημερινά πάνω από 3.000 φτωχούς.

Η φήμη και το καλό όνομά του έγιναν γνωστά σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο βασιλιάς Αρκάδιος τον πήρε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εξέλεξαν Αρχιεπίσκοπο.
Στα φλογερά του κηρύγματα καλούσε σε ηθική εξυγίανση της κοινωνίας και ασκούσε αυστηρή κριτική στον κλήρο και στους κυβερνώντες προκαλώντας τις αντιδράσεις της αυτοκράτειρας Ευδοξίας και των εκκλησιαστικών κύκλων. Εκθρονίστηκε και καταδικάστηκε σε εξορία. Αλλά ο λαός πέτυχε την ματαίωσή της.
Σύντομα όμως ακολούθησε άλλη μόνιμη και μαρτυρική στην Αρμενία και αργότερα στην Πιτυούντα του Πόντου.
Στο δρόμο κι ενώ βρισκόταν στα Κόμανα του Πόντου, πέθανε από τις κακουχίες και τις στερήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Παρά ταύτα όμως, αναγνωρίστηκαν οι πολύτιμες υπηρεσίες του και αποκαταστάθηκε η μνήμη του.
Ύστερα από 30 χρόνια το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο ναό των Αγίων  Αποστόλων.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακρίθηκε για τη ρητορική του τέχνη. Τα λόγια, η διδασκαλία και το κήρυγμά του συγκινούσαν όλους τους ανθρώπους. Γι αυτό τον ονόμασαν «Χρυσόστομο», δηλαδή στόμα χρυσό.
Ακόμα και σήμερα, «των αρετών το θησαύρισμα», καθώς τον ονόμασαν, εξακολουθεί να μας φωτίζει με τα πολλά του συγγράμματα. Ανάμεσα σ’ αυτά ιδιαίτερη θέση κατέχει η Θεία Λειτουργία που φέρει τ’όνομά του.
Η Εκκλησία μας τιμάει την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου, στις 27 Ιανουαρίου (Ανακομιδή) και στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ή ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΙΝΟΣ

Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας γι αυτό και ονομάστηκε Ναζιανζηνός. Όπως και ο Άγιος Βασίλειος καταγόταν από παλιά και πλούσια οικογένεια του τόπου του. Οι ευσεβείς γονείς του, η Νόννα και ο επίσκοπος Γρηγόριος του έδωσαν χριστιανική ανατροφή.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ναζιανζό και κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία και εκτίμηση που έμεινε ζωντανή και δυνατή σε όλη τους τη ζωή.
Ο Γρηγόριος συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε και στην Αθήνα μαζί με το φίλο του Βασίλειο.
Μετά τις τόσο λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Ναζιανζό. Τότε, καθώς φαίνεται, δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν μόνασε, όπως είδαμε, για ένα διάστημα στον Πόντο μαζί με το Βασίλειο.
Αργότερα ο Γρηγόριος ήρθε κοντά στο γέροντα πατέρα του και τον βοηθούσε στα ποιμαντικά του έργα. Με απαίτηση όμως των Χριστιανών και χωρίς να το θέλει ο ίδιος, καθώς θεωρούσε πολύ μεγάλο το αξίωμα της ιεροσύνης, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ύστερα από μερικά χρόνια, μπροστά στην επιμονή του φίλου του και αρχιεπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, δέχτηκε και χειροτονήθηκε από τον ίδιο, επίσκοπος της κωμόπολης των Σασίμων.
Εκείνο που ανέδειξε το Γρηγόριο μεγάλο δάσκαλο και ποιμένα της εκκλησίας ήταν η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που πέρναγε δύσκολες μέρες, από τον κίνδυνο των Αρειανών.

Στην Κωνσταντινούπολη, μόνο ένας μικρός ναός είχε απομείνει στους ορθοδόξους, που τον ονόμαζαν συμβολικά Αγία Αναστασία, ελπίζοντας πως εκεί θα αναστηθεί ξανά η Ορθοδοξία.
Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη θεότητα του «Υιού και Λόγου» του Θεού, με θαυμαστά αποτελέσματα.
Γι αυτή τη σοφία και ευλάβεια στα θεία, δίκαια η εκκλησία μας τον ονόμασε «Θεολόγο», πρώτον αυτόν ύστερα από τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή.
Σε λίγο στέφτηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνοντας με διάταγμα την Ορθοδοξία.
Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381, μαζί με άλλους άρχοντες της Εκκλησίας στερέωσαν την Πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της Εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του  όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων. Πέθανε το 390 μ.Χ.
Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στις 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Οι Τρεις Ιεράρχες έδειξαν με τη ζωή και το έργο τους ότι  η πίστη προς το Θεό και η αγάπη προς το συνάνθρωπο συμβαδίζουν. Νοημάτισαν τον αρχαίο κλασικό κόσμο και διέσωσαν αξίες με πανανθρώπινο περιεχόμενο.
Οι ίδιοι είναι και θα είναι οδηγοί προς την αληθινή γνώση και μόρφωση, αγαθά πρότυπα κάθε νέου ανθρώπου.

Εικόνα: Google images