Τα πήραμε τα Γιάννινα
μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε,
όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου,
που τα έκαψεν η παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
το λένε κι οι καμπάνες,
το λένε και χαρούμενες
οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες
που ζούσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι Σουλιώτισσες
στις ράχες του Ζαλόγγου.
Απελευθέρωση Ιωαννίνων
Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι. Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρόλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.
Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.
Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες, 21 Φεβρουαρίου 1913, από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.
Ο ακραιφνής ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.
Μπιζάνι
Η Οχυρή Τοποθεσία των Ιωαννίνων Το υψίπεδο Ιωαννίνων έχει σχήμα ελλειψοειδές με μέγιστο μήκος 40 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή και μέγιστο πλάτος 22 χιλιόμετρα. Το μέσο υψος του από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 500 περίπου μέτρα και στο κέντρο του βρίσκεται η λίμνη καθώς και η πόλη των Ιωαννίνων.
Περιβάλλεται από υψηλούς, απότομους και δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους με την οροσειρά Μιτσικέλι προς τα βορειοανατολικά, τα υψώματα του Δρίσκου προς τα ανατολικά, την Αετοράχη και το όρος Τόμαρος (Ολύτσικας) προς τα νότια και τις λοφοσειρές Χιντζηρέλου και Μεγάλη Τσουκα προς τα δυτικά. Ενδιάμεσα υπάρχουν τα φύσει οχυρά υψώματα Δουρουτι, Μανολιάσα, Αυγό, Μπιζάνι και Καστρίτσα.Το χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ και οι χιονοπτώσεις πολλές, η δε ομίχλη είναι συνήθης με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρατήρηση.
Το οδικό δίκτυο κατά την περίοδο αυτή ήταν πολύ φτωχό. Υπήρχε Λόνο η σκυρόστρωτη οδός Άρτα—Φιλιππιάδα—Ιωάννινα—Ελαία, καθώς και μερικές δευτερεύουσες (καροποίητες) ορεινές οδοί μικρής αποδόσεως.
Η φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία των Ιωαννίνων είχε οργανωθεί από τον καιρό της ειρήνης με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα, που είχαν κατασκευαστεί με την ευθύνη του Διοικητή Πυροβολικού του Φρουρίου των Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και με την επίβλεψη γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, υπό το Στρατηγό Φον Ντερ Γκολτς. Διάφορα πρόχειρα έργα εκστρατείας (πολυβολεία, ορύγματα, συρματοπλέγματα κ.λ.π.) συμπλήρωναν και βελτίωναν την αμυντική ισχύ της τοποθεσίας. Τέλος είχε αναπτυχθεί πνκνό τηλεφωνικό δίκτυο, για την άνετη εξασφάλιση των επικοινωνιών.Το βάρος της οχυρώσεως είχε δοθεί στο νότιο τομέα και ιδιαίτερα στα υψώματα της Μανολιάσας (Μεγάλη Ράχη, Προφήτης Ηλίας, Καστρί), Αυγού και Μπιζανίου (Μικρό, Μεγάλο Μπιζάνι) για την απαγόρευση του άξονα Άρτα—Ιωάννινα και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβου των Ιωαννίνων από την κατεύθυνση αυτή, από όπου προβλεπόταν και η μεγαλύτερη απειλή σε περίπτωση πολέμου της Τουρκίας με την Ελλάδα.Μεταφορά Νέων Ενισχύσεων στην Ήπειρο
Μετά την απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών για την άμεση ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου με τις IV και VI Μεραρχίες, άρχισε από τις 12 Δεκεμβρίου η θαλάσσια μεταφορά των μεραρχιών αυτών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα.
Πρώτη μεταφέρθηκε η IV Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 228 αξιωματικών, 10.068 οπλιτών και 2.300 κτηνών. Η Μεραρχία αμέσως μετά την αποβίβαση της κατευθύνθηκε στη Φιλιππιάδα, που είχε οριστεί ως χώρος συγκεντρώσεως. Εκεί συμπληρώθηκε σε προσωπικό, υλικό και τρόφιμα και στη συνέχεια προωθήθηκε προς τη ζώνη επιχειρήσεων στο χώρο Χάνι Εμίν Αγά—χ. Πέρδικα, όπου έφτασε στις 20 Δεκεμβρίου.
Ακολούθησε η VI Μεραρχία που βρισκόταν στην Κορυτσά. Η μεταφορά και αυτής έγινε θαλασσίως από τη Θεσσαλονίκη, γιατί η οδική κίνηση της μέσω Καστοριάς—Μετσόβου, όπως αρχικά είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών, κρίθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ασύμφορη και επικίνδυνη.
Η VI Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 7.400 αντρών, 1.800 κτηνών και 110 οχημάτων, άρχισε την επιβίβαση της στις 22 Δεκεμβρίου σε 18 ατμόπλοια και μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου είχε αποβιβαστεί στην Πρέβεζα, όπου οι μονάδες της συμπληρώθηκαν από επιστράτους που είχαν φτάσει εκεί από το εσωτερικό. Στη συνέχεια και μέχρι τις 13 Ιανουαρίου η Μεραρχία, με διαταγή του Στρατηγείου Ηπείρου, μεταστάθμευσε στο άκρο δεξιό της διατάξεως του Στρατού Ηπείρου, στην περιοχή των χωριών Κορίτιανη—Πλαίσια—Καλέντζι.Εκτός από αυτές τις δύο μεραρχίες, στις 29 Δεκεμβρίου, έφτασε στην Πρέβεζα προερχόμενο από τη Χίο και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου), υπό το Συνταγματάρχη Πεζικού Δελαγραμμάτικα Νικόλαο, που αποτελούνταν από 4 τάγματα Πεζικού και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες Κρουπ, συνολικής δυνάμεως 28 αξιωματικών και 4.475 οπλιτών.Μέχρι τις 5 Ιανουαρίου το Απόσπασμα αυτό είχε προωθηθεί στο χ. Μυροδάφνη ως γενική εφεδρεία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα προωθήθηκε στο Χάνι Εμίν
Αγά και στην Κανέτα σημαντικός αριθμός πεδινών και βαρέων πυροβόλων.Από τα πλεονάσματα εξάλλου των επιστράτων, που είχαν διατεθεί για τη συμπλήρωση του προσωπικού των μονάδων, συγκροτήθηκε ένα ανεξάρτητο τάγμα Πεζικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τον κάτω ρου του Αχέροντα ποταμού σε συνεργασία με τα εκεί εθελοντικά τμήματα Προσκόπων.
Η Οχυρή Τοποθεσία των Ιωαννίνων Το υψίπεδο Ιωαννίνων έχει σχήμα ελλειψοειδές με μέγιστο μήκος 40 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή και μέγιστο πλάτος 22 χιλιόμετρα. Το μέσο υψος του από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 500 περίπου μέτρα και στο κέντρο του βρίσκεται η λίμνη καθώς και η πόλη των Ιωαννίνων.
Περιβάλλεται από υψηλούς, απότομους και δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους με την οροσειρά Μιτσικέλι προς τα βορειοανατολικά, τα υψώματα του Δρίσκου προς τα ανατολικά, την Αετοράχη και το όρος Τόμαρος (Ολύτσικας) προς τα νότια και τις λοφοσειρές Χιντζηρέλου και Μεγάλη Τσουκα προς τα δυτικά. Ενδιάμεσα υπάρχουν τα φύσει οχυρά υψώματα Δουρουτι, Μανολιάσα, Αυγό, Μπιζάνι και Καστρίτσα.Το χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ και οι χιονοπτώσεις πολλές, η δε ομίχλη είναι συνήθης με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρατήρηση.
Το οδικό δίκτυο κατά την περίοδο αυτή ήταν πολύ φτωχό. Υπήρχε Λόνο η σκυρόστρωτη οδός Άρτα—Φιλιππιάδα—Ιωάννινα—Ελαία, καθώς και μερικές δευτερεύουσες (καροποίητες) ορεινές οδοί μικρής αποδόσεως.
Η φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία των Ιωαννίνων είχε οργανωθεί από τον καιρό της ειρήνης με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα, που είχαν κατασκευαστεί με την ευθύνη του Διοικητή Πυροβολικού του Φρουρίου των Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και με την επίβλεψη γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, υπό το Στρατηγό Φον Ντερ Γκολτς. Διάφορα πρόχειρα έργα εκστρατείας (πολυβολεία, ορύγματα, συρματοπλέγματα κ.λ.π.) συμπλήρωναν και βελτίωναν την αμυντική ισχύ της τοποθεσίας. Τέλος είχε αναπτυχθεί πνκνό τηλεφωνικό δίκτυο, για την άνετη εξασφάλιση των επικοινωνιών.Το βάρος της οχυρώσεως είχε δοθεί στο νότιο τομέα και ιδιαίτερα στα υψώματα της Μανολιάσας (Μεγάλη Ράχη, Προφήτης Ηλίας, Καστρί), Αυγού και Μπιζανίου (Μικρό, Μεγάλο Μπιζάνι) για την απαγόρευση του άξονα Άρτα—Ιωάννινα και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβου των Ιωαννίνων από την κατεύθυνση αυτή, από όπου προβλεπόταν και η μεγαλύτερη απειλή σε περίπτωση πολέμου της Τουρκίας με την Ελλάδα.Μεταφορά Νέων Ενισχύσεων στην Ήπειρο
Μετά την απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών για την άμεση ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου με τις IV και VI Μεραρχίες, άρχισε από τις 12 Δεκεμβρίου η θαλάσσια μεταφορά των μεραρχιών αυτών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα.
Πρώτη μεταφέρθηκε η IV Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 228 αξιωματικών, 10.068 οπλιτών και 2.300 κτηνών. Η Μεραρχία αμέσως μετά την αποβίβαση της κατευθύνθηκε στη Φιλιππιάδα, που είχε οριστεί ως χώρος συγκεντρώσεως. Εκεί συμπληρώθηκε σε προσωπικό, υλικό και τρόφιμα και στη συνέχεια προωθήθηκε προς τη ζώνη επιχειρήσεων στο χώρο Χάνι Εμίν Αγά—χ. Πέρδικα, όπου έφτασε στις 20 Δεκεμβρίου.
Ακολούθησε η VI Μεραρχία που βρισκόταν στην Κορυτσά. Η μεταφορά και αυτής έγινε θαλασσίως από τη Θεσσαλονίκη, γιατί η οδική κίνηση της μέσω Καστοριάς—Μετσόβου, όπως αρχικά είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών, κρίθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ασύμφορη και επικίνδυνη.
Η VI Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 7.400 αντρών, 1.800 κτηνών και 110 οχημάτων, άρχισε την επιβίβαση της στις 22 Δεκεμβρίου σε 18 ατμόπλοια και μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου είχε αποβιβαστεί στην Πρέβεζα, όπου οι μονάδες της συμπληρώθηκαν από επιστράτους που είχαν φτάσει εκεί από το εσωτερικό. Στη συνέχεια και μέχρι τις 13 Ιανουαρίου η Μεραρχία, με διαταγή του Στρατηγείου Ηπείρου, μεταστάθμευσε στο άκρο δεξιό της διατάξεως του Στρατού Ηπείρου, στην περιοχή των χωριών Κορίτιανη—Πλαίσια—Καλέντζι.Εκτός από αυτές τις δύο μεραρχίες, στις 29 Δεκεμβρίου, έφτασε στην Πρέβεζα προερχόμενο από τη Χίο και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου), υπό το Συνταγματάρχη Πεζικού Δελαγραμμάτικα Νικόλαο, που αποτελούνταν από 4 τάγματα Πεζικού και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες Κρουπ, συνολικής δυνάμεως 28 αξιωματικών και 4.475 οπλιτών.Μέχρι τις 5 Ιανουαρίου το Απόσπασμα αυτό είχε προωθηθεί στο χ. Μυροδάφνη ως γενική εφεδρεία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα προωθήθηκε στο Χάνι Εμίν
Αγά και στην Κανέτα σημαντικός αριθμός πεδινών και βαρέων πυροβόλων.Από τα πλεονάσματα εξάλλου των επιστράτων, που είχαν διατεθεί για τη συμπλήρωση του προσωπικού των μονάδων, συγκροτήθηκε ένα ανεξάρτητο τάγμα Πεζικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τον κάτω ρου του Αχέροντα ποταμού σε συνεργασία με τα εκεί εθελοντικά τμήματα Προσκόπων.
Η μάχη του Μπιζανίου 16-22 Φεβρουαρίου 1913
Η Μάχη του Μπιζανίου υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό. Με τον κυκλωτικό ελιγμό όμως, που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον αντίπαλο σε άμεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.
Το υψίπεδο νοτίως των Ιωαννίνων είναι πεταλοειδές και από τη φύση του οχυρό: σχηματίζεται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα που το περιβάλλουν. Στην τοποθεσία είχαν κατασκευασθεί μόνιμα οχυρωματικά έργα με την επίβλεψη Γερμανών αξιωματικών, που είχαν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Σχέδιο μάχης
Το σχέδιο του τουρκικού επιτελείου προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα Μπιζάνι και Καστρίτσα. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ Πασάς είχε στην διάθεσή του 4 μεραρχίες.
Ο Ελληνικός Στρατός Ηπείρου με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αποτελούνταν από 4 μεραρχίες, 1 ταξιαρχία και ένα σύνταγμα πεζικού. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά ριψοκίνδυνο: προέβλεπε την ευρεία υπερκέραση (κύκλωση) από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και την άμεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα, θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τομέα του μετώπου, με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων .
Στις 19 Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης, με βολές πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων πεζικού, από το Α’ τμήμα της ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι-Κουτσελιό-Καστρίτσα. Το Β’ τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα. Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας, το Β’ τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στον δυτικό τομέα των επιχειρήσεων το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, μαζί με το 9ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσάριο, κατάφερε να φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.
Η είδηση ότι ο Ελληνικός Στρατός έφτασε έξω από τα Ιωάννινα, ταυτόχρονα καθιστούσε αδύνατη την υποχώρηση των Τούρκων και δημιούργησε πανικό στην διοίκηση του τουρκικού στρατού που ήταν εγκατεστημένη στην πόλη. Οι εύζωνες είχαν φροντίσει να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της. Με αυτές τις συνθήκες, στις 23.00 της ίδιας μέρας ο Εσσάτ Πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού, καθώς δεν γνώριζε ότι στο Μπιζάνι και τον υπόλοιπο ανατολικό τομέα οι τουρκικές δυνάμεις διατηρούσαν ακέραιες τις θέσεις τους.
Απολογισμός
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, με την αποδόχη της πρότασης παράδοσης, το Σύνταγμα Ιππικού της Στρατιάς Ηπείρου εισήλθε στα Ιωάννινα.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά την μάχη, ανήλθαν σε 264 νεκρούς και τραυματίες. Η αποφασιστική αυτή νίκη άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων και της Βόρειας Ηπείρου.
Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων πέθανε ο Ολυμπιονίκης Κωνσταντίνος Τσικλητήρας
(10 Φεβρουαρίου 1910 στην Αθήνα). Παρόλο που είχε την δυνατότητα να πάρει αναβολή λόγω των αθλητικών του διακρίσεων, αρνήθηκε και κατατάχτηκε εθελοντικά στο στράτευμα.
Πηγή
Εικόνες: Google images
Εικόνες: Google images