Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Απελευθέρωση των Ιωαννίνων: 21 Φεβρουαρίου 1913

Στις, 21 Φεβρουαρίου, του 1913, ο ελληνικός Στρατός,μετά από σκληρές μάχες που κράτησαν πάνω από τέσσερις μήνες συνολικά, κυριεύει το οχυρωμένο Μπιζάνι και απελευθερώνει τα Γιάννενα από τους Τούρκους, που είχαν ήδη κλείσει πάνω από 480 χρόνια σκλαβιάς...
Picture
Ο Εσάτ Πασάς αναζητά όλο τη νύχτα το στρατηγείο του διαδόχου Κωνσταντίνου για να παραδοθεί. Οι αιχμάλωτοι φτάνουν τους 30.000.
Τα προηγηθέντα της μάχης του Μπιζανίου 

Μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τονΕλευθέριο Βενιζέλο τον επόμενο χρόνο θεμελίωσαν τον αστικό μετασχηματισμό της χώρας και την ώθησαν στα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, σύμφωνα με τα πρότυπα των δημοκρατιών δυτικού τύπου. Την ίδια εποχή περίπου στην Τουρκία ηεπανάσταση των Νεοτούρκων έδινε υποσχέσεις στα υπόδουλα ακόμη τμήματα των Βαλκανίων για περισσότερο ελαστική διακυβέρνηση εκ μέρους της Πύλης. Γρήγορα όμως οι ελπίδες διαψεύσθηκαν και οι επαγγελίες για ισονομία όλων των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεχάστηκαν. Ο σοβινισμός των Νεοτούρκων εκφράστηκε με τη μεγαλύτερη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.

Μία από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου ήταν η διοργάνωση και ο εξοπλισμός του στρατού. Γι' αυτόν τον λόγο στις αρχές της πρωθυπουργικής του θητείας ο Βενιζέλος προσπάθησε να αποφύγει οποιαδήποτε ένταση με την Τουρκία ώστε να μη διακινδυνεύσει ένα δεύτερο 1897. Αυτός ήταν ο λόγος που, με την εφεκτική στάση του στο πρόβλημα της Κρήτης, δυσαρέστησε τους συμπατριώτες του. Εξάλλου ο διορατικός πολιτικός καταλάβαινε ότι, παρά την παρελκυστική τακτική της ανεξάρτητης πλέον Βουλγαρίας, ο μόνος δρόμος για τη διεκδίκηση των εδαφών των αλυτρώτων αδελφών μας ήταν η σύναψη συμμαχιών με τα γειτονικά μας βαλκανικά κράτη. Σε αυτό βοήθησε και η Ρωσία - για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων φυσικά -, η οποία έπεισε τη Βουλγαρία να συνάψει συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Σερβία. Αντίθετα οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες επειδή η Βουλγαρία είχε υπερβολικές απαιτήσεις για τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, σε περίπτωση όπου αυτά θα απελευθερώνονταν από τον οθωμανικό ζυγό.

Σύμμαχοι κατ' ανάγκην

Παρ' όλα αυτά ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να βάλει την Ελλάδα στο παιχνίδι σε περίπτωση που ο Μεγάλος Ασθενής (χαρακτηρισμός της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές κτήσεις του. Γι' αυτό τον Μάιο του 1912, στη Σόφια, η Ελλάδα υπέγραψε αμυντική συνθήκη με τη Βουλγαρία, στην οποία δεν γινόταν καμία απολύτως μνεία για την τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν σε περίπτωση νικηφόρου πόλεμου εναντίον της Τουρκίας. Μερικούς μήνες αργότερα, τονΟκτώβριο του 1912, η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν και στρατιωτική συμφωνία με την οποία, σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει τη Βουλγαρία με 120.000 στρατό και όλη τη δύναμη του στόλου της, ενώ σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο η Βουλγαρία θα βοηθούσε την Ελλάδα με 300.000 στρατό. Τον ίδιο μήνα η Σερβία συμμάχησε με το Μαυροβούνιο. H Ελλάδα δεν υπέγραψε συνθήκη με τη Σερβία αλλά, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι δύο χώρες αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσώπους στο στρατιωτικό επιτελείο η μία της άλλης για τον συντονισμό των επιχειρήσεων.

Ετσι, παρ' όλο που δεν είχε υπογραφεί κοινό αμυντικό σύμφωνο, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο βρέθηκαν σύμμαχοι εναντίον της Τουρκίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια σημαντική στρατιωτική δύναμη που, όπως ήταν φυσικό, ανησύχησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες δεν ήθελαν να λαμβάνονται αποφάσεις ερήμην τους. Οταν, λόγου χάρη, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ρεμόν Πουανκαρέ πληροφορήθηκε από τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο B' τη σερβοβουλγαρική συνθήκη την ονόμασε «όργανο πολέμου». Επίσης η Αυστροουγγαρία, αφού είχε αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσαρτήσει στην επικράτειά της τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, προσπαθούσε τώρα να διατηρήσει το status quo στα Βαλκάνια πιέζοντας απλώς την Πύλη να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Και ενώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1912οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν κοινό διάβημα σε Αθήνα, Σόφια, Βελιγράδι και Κετίγκη(Μαυροβούνιο) με την προειδοποίηση ότι δεν θα επέτρεπαν την παραμικρή εδαφική μεταβολή στον βαλκανικό χώρο, οι τέσσερις σύμμαχοι περίμεναν την ευκαιρία να επιτεθούν στην εξασθενημένη από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912) Τουρκία.

A' Βαλκανικός Πόλεμος
Picture
Την ευκαιρία για επίθεση εναντίον της Τουρκίας τη βρήκε το Μαυροβούνιο εξαιτίας της άρνησης της Τουρκίας να διευθετηθούν οι μεταξύ τους συνοριακές διαφορές. Το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία στις 25 Σεπτεμβρίου 1912. Λίγες ημέρες νωρίτερα η Βουλγαρία είχε ειδοποιήσει την Ελλάδα ότι η Τουρκία συγκεντρώνει στρατό στα μεταξύ τους σύνορα και ότι από κοινού με τη Σερβία είχαν αποφασίσει να επιτεθούν εναντίον της Τουρκίας και καλούσε την Ελλάδα να τιμήσει τη στρατιωτική τους συμφωνία. H Ελλάδα συμφώνησε και στις 30 Σεπτεμβρίου οι πρεσβευτές της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν κοινό τελεσίγραφο στην Πύλη με το οποίο απαιτούσαν, πέρα από την άμεση ανάκληση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις παραμεθόριες περιοχές, και ένα σωρό άλλες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις όπως: την επικύρωσης της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναλογική τους αντιπροσώπευση στο τουρκικό κοινοβούλιο, την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων ως ισοτίμων των μουσουλμανικών, τον διορισμό χριστιανών σε δημόσιες θέσεις κτλ.

Οπως ήταν αναμενόμενο, η Πύλη χαρακτήρισε το τελεσίγραφο «θρασεία απόπειρα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυτοκρατορίας» και άρα «ανάξιο απαντήσεως». Ετσι οι τρεις χώρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μαυροβουνίου, κήρυξαν και αυτές τον πόλεμο στην Τουρκία (4 Οκτωβρίου 1912).

H μάχη του Σαρανταπόρου
Picture
H Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο με 100.000 άνδρεςκαι όλον της τον στόλο. H Βουλγαρία με 270.000 στρατό, η Σερβία με 200.000 και το Μαυροβούνιο με33.000. H ελληνική δύναμη χωρίστηκε στον Στρατό της Θεσσαλίας και στον Στρατό της Ηπείρου. Με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο οι επιχειρήσεις άρχισαν από τη Θεσσαλία το πρωί της5ης Οκτωβρίου 1912. Οι Τούρκοι είχαν οργανώσει την αμυντική τους γραμμή στα υψώματα βόρεια τηςΕλασσόνας αλλά ο ελληνικός στρατός τούς ανάγκασε να υποχωρήσουν προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Τα στενά αυτά, τα οποία από μόνα τους είναι απόρθητο φρούριο, οι Τούρκοι, με τη βοήθεια γερμανών αξιωματικών, τα είχαν οχυρώσει υποδειγματικά. Στα βορειοανατολικά του χωριού Σαραντάπορο, το ύψωμα Σκοπιά έλεγχε όλη την περιοχή από τον ποταμό Σαραντάπορο ως τον δρόμο Ελασσόνας - Σερβίων, στα δυτικά. Στη φυσική οχύρωση των στενών συνέβαλλαν τα υψώματα νοτιοδυτικά της Σκοπιάς και η δύσβατη περιοχή στα βόρεια του χωριού Σαραντάπορο. H προσέγγιση της περιοχής μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από εξαιρετικά δύσβατες ορεινές διαβάσεις.

Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να κρατήσουν σταθερή άμυνα ώστε να εμποδίσουν την προέλαση των Ελλήνων προς τα βόρεια. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον. H προέλαση των μεραρχιών του κέντρου (1η, 2α και 3η) έγινε με δύο συντάγματα από κάθε μεραρχία. Πλησιάζοντας σε απόσταση 1.000 μέτρων, οι Ελληνες δέχθηκαν καταιγισμό εχθρικών πυρών αλλά, παρά τις σοβαρές απώλειες, συνέχισαν την προέλασή τους. Παράλληλα η 4η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν από τα πλάγια. H 5η επιτέθηκε ανοίγοντας δρόμο προς τις τοποθεσίες Λαζανάδες και Βογγόπετρα και η 4η προχώρησε προς τα Σέρβια, ούτως ώστε να βγει στα νώτα του εχθρού. Τα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της μάχης ήταν μάλλον δυσμενή για τον ελληνικό στρατό. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, ο καιρός άσχημος, το έδαφος δύσβατο, το ηθικό των ανδρών μάλλον καταβεβλημένο.

Για την επομένη τα ξημερώματα το Γενικό Στρατηγείο είχε προγραμματίσει οι τρεις μεραρχίες του κέντρου να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων αλλά, ενώ όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση, στα γύρω υψώματα βασίλευε απόλυτη ησυχία. Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιλαμβανόμενοι την πρόθεση της 4ης Μεραρχίας να τους κυκλώσει, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια αλλά εκεί τους περίμενε η 4η Μεραρχία, η οποία τους αιφνιδίασε και οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 22 πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός προωθήθηκε προς τον Αλιάκμονα ενώ το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου ένα τμήμα της ταξιαρχίας ιππικού απελευθέρωσε την Κοζάνη.

H γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου τόνωσε το ηθικό του στρατού και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ωστόσο οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν βαριές: 182 νεκροί και 995 τραυματίες.

Αγώνας και δρόμος για τη Θεσσαλονίκη


Υστερα από αυτή την εντυπωσιακή επιτυχία, το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη από όπου ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος σκόπευε να βαδίσει προς το Μοναστήρι για να ενωθεί με τον σερβικό στρατό. Ο Βενιζέλος ωστόσο είχε διαφορετική γνώμη. Ηθελε ο Ελληνικός Στρατός να συνεχίσει την πορεία του στη Μακεδονία και να μπει στη Θεσσαλονίκη προτού προλάβουν να το κάνουν οι Βούλγαροι, όπως σχεδίαζαν.

Τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Κωνσταντίνο (13 Οκτωβρίου 1912): «Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην». Υπογραφή: Υπουργός Στρατιωτικών Βενιζέλος

Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».

Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο: «Σας το απαγορεύω».


H μάχη των Γιαννιτσών

Picture
Μετά την επιμονή του Βενιζέλου, ο Στρατός της Θεσσαλίας συνέχισε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη. Ολα τα τμήματα του τουρκικού στρατού, τα οποία υποχώρησαν από το Σαραντάπορο, συμπτύχθηκαν και οχυρώθηκαν στα Γιαννιτσά, τοποθεσία που, παρά το μειονέκτημα ότι είχε στα νώτα της τον ποταμό Αξιό, ήταν ένα σημείο αρκετά καλό για άμυνα επειδή αφενός έφραζε την κύρια οδική αρτηρία προς τη Θεσσαλονίκη, αφετέρου η επάνδρωσή της απαιτούσε περιορισμένες σχετικά δυνάμεις, δεδομένου ότι δεν ήταν εύκολη η υπερκέρασή της τόσο από τα νότια, λόγω της λίμνης (σήμερα έχει αποξηρανθεί) και του ελώδους εδάφους, όσο και από τα βόρεια όπου υψωνόταν το όρος Πάικο.

Οι αμυντικές δυνάμεις των Τούρκων στα Γιαννιτσά αποτελούνταν από πέντε μεραρχίες και έξι πυροβολαρχίες. Οι Ελληνες είχαν πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού.

H επίθεση του Ελληνικού Στρατού εναντίον του τουρκικού άρχισε το πρωί της 19ης Οκτωβρίου. Με συντονισμένες προσπάθειες οι ελληνικές μεραρχίες διέσπασαν την τουρκική άμυνα και τμήματα του τουρκικού στρατού άρχισαν να υποχωρούν προς τη Θεσσαλονίκη. Το απόγευμα της επομένης οι Ελληνικός Στρατός μπήκε θριαμβευτής στα Γιαννιτσά.

Μολονότι η νίκη των Γιαννιτσών ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες και αυτό συνεπαγόταν καθυστέρηση.

Οι καθυστερήσεις αυτές ανησυχούσαν τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι, νικηφόροι και αυτοί έναντι των Τούρκων, βάδιζαν ακάθεκτοι προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 24 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο κοινοποιώντας το και στον βασιλιά Γεώργιο:

''Λαμβάνω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος τηλεγράφημα όπερ πέμπω προς τον Αρχηγόν του Στρατού Θεσσαλίας, έχον ούτω:

Αρχηγείον Στρατού Θεσσαλίας. - Από της μάχης των Γιαννιτσών ουδέν ανεκοινώσατε προς το Υπουργείον περί των περαιτέρω στρατιωτικών υμών επιχειρήσεων, ως και εκείνων της V Μεραρχίας. Και όμως από της μάχης των Γιαννιτσών παρήλθον 4 όλαι ημέραι. H σιωπή αύτη και η πλήρης άγνοια, εις ην ως εκ τούτου ευρίσκεται και η υπεύθυνος Κυβέρνησις και το Εθνος περί της τύχης του Στρατού του, είναι όντως εκπληκτική.
''

Μία ημέρα αργότερα ο Βενιζέλος, επικοινωνώντας τηλεφωνικώς με τον βασιλιά, τον παρακάλεσε να μεταβιβάσει το ακόλουθο μήνυμα στον γιο του:

«Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον διά την βραδύτητα με την οποίαν διεξάγετε τας επιχειρήσεις αι οποίαι κινδυνεύουν να φέρουν τους Βουλγάρους πρώτους εις Θεσσαλονίκην».

Τελικά η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ελληνες την 26 Οκτωβρίου 1912 μαζί με 26.000 τούρκους στρατιώτες, 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 υποζύγια. Στη συνέχεια η Στρατιά της Θεσσαλίας μπήκε στη Δυτική Μακεδονία και απελευθέρωσε τη Φλώρινα, τηνΚαστοριά και την Κορυτσά.

Και τώρα η Ηπειρος!
Picture
Στο μέτωπο της Ηπείρου οι επιχειρήσεις διεξάγονταν με βραδύτερο ρυθμό. Αν και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε με σχετική ευκολία την Αρτα, την Πρέβεζα, την Καλαμπάκα και τοΜέτσοβο, σχεδόν καθηλώθηκε μπροστά στο Μπιζάνι, ένα ύψωμα 15 χιλιόμετρα περίπου έξω από τα Γιάννενα το οποίο είχαν οχυρώσει οι Τούρκοι εμποδίζοντας έτσι την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Μετά την κατάκτηση όμως της Θεσσαλονίκης ο Στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με δυνάμεις της Στρατιάς της Θεσσαλίας. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδααναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ηπειρο. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν μεγάλο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Η μάχη στο Μπιζάνι

Κατά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, ο ρόλος του στρατού Ηπείρου ήταν κυρίως αμυντικός αφού το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών τμημάτων είχε αξιοποιηθεί στο μέτωπο της Μακεδονίας. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης η Οθωμανική Αυτοκρατορία ζητάει ανακωχή λόγω όμως του ότι τα Ιωάννινα δεν είχαν ακόμα απελευθερωθεί η ελληνική πλευρά δέχεται να συμμετάσχει στις συζητήσεις ειρήνης ξεκαθαρίζοντας ότι μέχρι τη σύναψη της συμφωνίας η Ελλάδα θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.

Ο Στρατός της Ηπείρου κατά την έναρξη του πολέμου αν και ολιγάριθμος ξεκίνησε να επιχειρεί εναντίον του Τούρκικου στρατού και αρχικά σημείωσε σπουδαίες νίκες καταλαμβάνοντας την Πρέβεζα με την βοήθεια του ελληνικού στόλου (21 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 1912) και κάμπτοντας την αντίσταση του Τουρκικού Στρατού στη μάχη στα Πέντε Πηγάδια. Θεωρητικά πλέον ο δρόμος για την κατάληψη των Ιωαννίνων είχε ανοίξει.

Υπήρχαν όμως τεράστιες δυσκολίες που κώλυαν την επίθεση για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων διότι πέρα από την αριθμητική τους υπεροχή οι Τούρκοι είχαν μετακινηθεί στο Μπιζάνι που όπως αναφέρουν οι ιστορικοί ήταν «ισχυρώς οχυρωμένον». Αυτές οι δυσχέρειες σε συνδυασμό με το δριμύ ψύχος και την έλλειψη εφοδίων είχαν καθηλώσει τον ελληνικό στρατό σε αμυντική θέση.

Μετά την σταθεροποίηση του Μακεδονικού Μετώπου ο κύριος όγκος του στρατού Θεσσαλίας κατεβαίνει για να ενισχύσει το στρατό Ηπείρου. Την αρχιστρατηγία αναλαμβάνει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Το σχέδιο το οποίο εκπονήθηκε ήταν η επίθεση «δι ελιγμού» και ενώ το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση από δεξιά, το Στρατηγείο εσκεμμένα άρχισε να διασπείρει την είδηση ότι η επίθεση θα γινόταν από την αριστερή πλευρά. Η επιτυχία του αιφνιδιασμού σε συνδυασμό με την ικανότητα του πυροβολικού οδηγούν στη πτώση του Μπιζανίου.

Λόγω της πτώσης του Μπιζανίου ο διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς αναγκάσθηκε να στείλει απεσταλμένους για παράδοση της πόλης. Η συμφωνία επιτεύχθηκε και η παράδοση της πόλης ορίσθηκε για τις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου. Υπεγράφη και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Το υπέγραφε ο διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας Τούρκος αντισυνταγματάρχης Βεχήπ Μπέης και οι Έλληνες λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός.

Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη στις 22 Φεβρουαρίου και μαζί με το Στράτευμα έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις.

Απελευθέρωση Ιωαννίνων
Picture
Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.

Παρόλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.

Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.

Ο ακραιφνής ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.Η Οχυρή Τοποθεσία των Ιωαννίνων Το υψίπεδο Ιωαννίνων έχει σχήμα ελλειψοειδές με μέγιστο μήκος 40 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή και μέγιστο πλάτος 22 χιλιόμετρα. Το μέσο υψος του από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 500 περίπου μέτρα και στο κέντρο του βρίσκεται η ομώνυμη λίμνη καθώς και η πόλη των Ιωαννίνων.

Περιβάλλεται από υψηλούς, απότομους και δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους με την οροσειράΜιτσικέλι προς τα βορειοανατολικά, τα υψώματα του Δρίσκου προς τα ανατολικά, την Αετοράχη και το όρος Τόμαρος (Ολίτσικας) προς τα νότια και τις λοφοσειρές Χιντζηρέλουκαι Μεγάλη Τσουκα προς τα δυτικά.

Ενδιάμεσα υπάρχουν τα φύσει οχυρά υψώματα Δουρουτι, Μανολιάσα, Αυγό, Μπιζάνι και Καστρίτσα.

Το χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ και οι χιονοπτώσεις πολλές, η δε ομίχλη είναι συνήθης με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρατήρηση.

Το οδικό δίκτυο κατά την περίοδο αυτή ήταν πολύ φτωχό. Υπήρχε Λόνο η σκυρόστρωτη οδόςΆρτα—Φιλιππιάδα—Ιωάννινα—Ελαία, καθώς και μερικές δευτερεύουσες (καροποίητες) ορεινές οδοί μικρής αποδόσεως.

Η φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία των Ιωαννίνων είχε οργανωθεί από τον καιρό της ειρήνης με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα, που είχαν κατασκευαστεί με την ευθύνη του Διοικητή Πυροβολικού του Φρουρίου των Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και με την επίβλεψη γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, υπό το Στρατηγό Φον Ντερ Γκολτς. Διάφορα πρόχειρα έργα εκστρατείας (πολυβολεία, ορύγματα, συρματοπλέγματα κ.λ.π.) συμπλήρωναν και βελτίωναν την αμυντική ισχύ της τοποθεσίας. Τέλος είχε αναπτυχθεί πνκνό τηλεφωνικό δίκτυο, για την άνετη εξασφάλιση των επικοινωνιών.Το βάρος της οχυρώσεως είχε δοθεί στο νότιο τομέα και ιδιαίτερα στα υψώματα της Μανολιάσας (Μεγάλη Ράχη, Προφήτης Ηλίας, Καστρί), Αυγού και Μπιζανίου (Μικρό, Μεγάλο Μπιζάνι) για την απαγόρευση του άξονα Άρτα—Ιωάννινα και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβου των Ιωαννίνων από την κατεύθυνση αυτή, από όπου προβλεπόταν και η μεγαλύτερη απειλή σε περίπτωση πολέμου της Τουρκίας με την Ελλάδα.

Μεταφορά Νέων Ενισχύσεων στην Ήπειρο

Μετά την απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών για την άμεση ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου με τις IV και VI Μεραρχίες, άρχισε από τις 12 Δεκεμβρίου η θαλάσσια μεταφορά των μεραρχιών αυτών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα.

Πρώτη μεταφέρθηκε η IV Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 228 αξιωματικών, 10.068 οπλιτών και 2.300 κτηνών. Η Μεραρχία αμέσως μετά την αποβίβαση της κατευθύνθηκε στηΦιλιππιάδα, που είχε οριστεί ως χώρος συγκεντρώσεως. Εκεί συμπληρώθηκε σε προσωπικό, υλικό και τρόφιμα και στη συνέχεια προωθήθηκε προς τη ζώνη επιχειρήσεων στο χώρο Χάνι Εμίν Αγά—χ. Πέρδικα, όπου έφτασε στις 20 Δεκεμβρίου.

Ακολούθησε η VI Μεραρχία που βρισκόταν στην Κορυτσά. Η μεταφορά και αυτής έγινε θαλασσίως από τη Θεσσαλονίκη, γιατί η οδική κίνηση της μέσω Καστοριάς—Μετσόβου, όπως αρχικά είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών, κρίθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ασύμφορη και επικίνδυνη.

Η VI Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 7.400 αντρών, 1.800 κτηνών και 110 οχημάτων, άρχισε την επιβίβαση της στις 22 Δεκεμβρίου σε 18 ατμόπλοια και μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου είχε αποβιβαστεί στην Πρέβεζα, όπου οι μονάδες της συμπληρώθηκαν από επιστράτους που είχαν φτάσει εκεί από το εσωτερικό. Στη συνέχεια και μέχρι τις 13 Ιανουαρίου η Μεραρχία, με διαταγή του Στρατηγείου Ηπείρου, μεταστάθμευσε στο άκρο δεξιό της διατάξεως του Στρατού Ηπείρου, στην περιοχή των χωριών Κορίτιανη—Πλαίσια—Καλέντζι.Εκτός από αυτές τις δύο μεραρχίες, στις 29 Δεκεμβρίου, έφτασε στην Πρέβεζα προερχόμενο από τη Χίο και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου), υπό το Συνταγματάρχη ΠεζικούΔελαγραμμάτικα Νικόλαο, που αποτελούνταν από 4 τάγματα Πεζικού και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες Κρουπ, συνολικής δυνάμεως 28 αξιωματικών και 4.475 οπλιτών.Μέχρι τις5 Ιανουαρίου το Απόσπασμα αυτό είχε προωθηθεί στο χ. Μυροδάφνη ως γενική εφεδρεία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα προωθήθηκε στο Χάνι Εμίν Αγά και στην Κανέτα σημαντικός αριθμός πεδινών και βαρέων πυροβόλων.

Από τα πλεονάσματα εξάλλου των επιστράτων, που είχαν διατεθεί για τη συμπλήρωση του προσωπικού των μονάδων, συγκροτήθηκε ένα ανεξάρτητο τάγμα Πεζικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τον κάτω ρου του Αχέροντα ποταμού σε συνεργασία με τα εκεί εθελοντικάτμήματα Προσκόπων.

Γεγονότα και Επιχειρήσεις από 11 Ιανουαρίου μέχρι 15 Φεβρουαρίου 1913 

Στις 10 Ιανουαρίου ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο, καθώς και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.

Το πρωί της επομένης ο Αρχιστράτηγος συναντήθηκε στο ύψ. Κανέτα με τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη και, αφού ενημερώθηκε για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου, μετά από κατάλληλη ανασυγκρότηση των μονάδων του Στρατού Ηπείρου.

Για τη διατήρηση των δυνάμεων ακμαίων, διέταξε τις μεραρχίες να εξασφαλίσουν στα τμήματα τους την αναγκαία ανάπαυση, τηρώντας στις προφυλακές τους μόνο τις απαραίτητες δυνάμεις, οι οποίες και να εναλλάσσονται.

Στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως η Μεραρχία Ηπείρου μετονομάστηκε σε VIII Μεραρχία και τη διοίκηση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού (VI και VIII Μεραρχίες) ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης.

Το Απόσπασμα Χίου τέθηκε υπό τις διαταγές της IV Μεραρχίας και το Ανεξάρτητο Τάγμα διατέθηκε στη II Μεραρχία.Ο Υποστράτηγος Μοσχόπουλος επανήλθε στη διοίκηση της IV Μεραρχίας και ο Υποστράτηγος Καλλάρης στη διοίκηση της II Μεραρχίας.Συγκροτήθηκε Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου, από την ίλη Ιππικού που βρισκόταν στην Ήπειρο και δύο ακόμη ίλες που έφτασαν από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Ιανουαρίου.

Οι μεραρχίες παρέμειναν στις θέσεις τους, με εξαίρεση την προώθηση ενός τάγματος της IV Μεραρχίας στην παρυφή του χωριού Μανολιάσα μέχρι το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου, ύστερα από αγώνα και με σημαντικές απώλειες.

Στις 17 Ιανουαρίου το Γενικό Στρατηγείο, μετά από σχετική έγκριση του Υπουργείου Στρατιωτικών, διέταξε την αποστράτευση όλων των εθελοντικών σωμάτων, εκτός από αυτά που βρίσκονταν στην περιοχή του Αχέροντα και του Ολίτσικα, γιατί η παρουσία τους μετά τη σημαντική ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου δεν κρινόταν απαραίτητη. Επιπλέον, επειδή τα σώματα αυτά δεν ήταν πλήρως οργανωμένα στρατιωτικώς και εκπαιδευμένα, είχαν παρουσιάσει αυξημένες απώλειες καθώς και κρούσματα απειθαρχίας, ιδίως σε βάρος των κατοίκων της περιοχής. Οι άντρες, αφού παρέδιναν τον οπλισμό τους στους επικεφαλής αξιωματικούς τους, θα επανέρχονταν στις εστίες τους.

Την ίδια ημέρα επίσης ο Αρχιστράτηγος έστειλε προσωπική επιστολή στον Αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Ιωαννίνων Εσσάτ Πασά, με την οποία του ζητούσε να παραδώσει την πόλη, ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία, αφού άλλωστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την έναρξη της Συνδιασκέψεως στο Λονδίνο είχε παραιτηθεί κάθε δικαιώματος από τα εδάφη μεταξύ της Αδριατικής και της Θράκης. Ο στρατός που υπερασπιζόταν τα Ιωάννινα θα ήταν ελεύθερος να μεταφερθεί σε τόπο κοινής αποφάσεως με τον οπλισμό και τα εφόδια του. Η απάντηση του Εσσάτ Πασά δόθηκε μετά από δύο ημέρες και ήταν αρνητική.

Επακολούθησε άμεση ενημέρωση της Κυβερνήσεως και εντατική μεταφορά και συγκέντρωση πυρομαχικών και τροφίμων για τη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων. Επίσης έγιναν διευθετήσεις στο ορεινό οδικό δίκτυο και διανοίχθηκαν νέοι δρόμοι για τις ανάγκες του πεδινού πυροβολικού. Ο καιρός στο μεταξύ χειροτέρευσε και πυκνό χιόνι κάλυψε την περιοχή, ενώ συχνά η ομίχλη δυσχέραινε την παρατήρηση και οι άντρες υπέφεραν από το δριμύ ψύχος. Το Απόσπασμα Μετσόβου, που είχε από τις 11 Ιανουαρίου προωθήσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του στη γραμμή των χωριών Γότιστα—Δεμάτι—Ιτιά—Τρίστενο—Γρεβενίτι, διατάχθηκε στις 25 Ιανουαρίου να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, ώστε να έχει ετοιμότητα επιθέσεως για την κατάληψη του Δρίσκου και, σε ευνοϊκές συνθήκες, να συνεχίσει την προέλαση του προς τα νότια της λίμνης Ιωαννίνων.Στις 6 Φεβρουαρίου, επισκέφθηκε το μέτωπο ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος για να σχηματίσει από κοντά σαφή εικόνα της εκεί καταστάσεως και επιπλέον να συνεννοηθεί προσωπικά με τον Αρχιστράτηγο και να καθορίσουν από κοινού με ποιό τρόπο οι παραπέρα στρατιωτικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το εθνικό συμφέρον.Ο Πρωθυπουργός μετά τη Φιλιππιάδα, όπου ήταν το Γενικό Στρατηγείο, συνοδευόμενος από τον Αρχιστράτηγο επισκέφθηκε τον τομέα του μετώπου στο Μπιζάνι και στη συνέχεια αναχώρησε για την Πρέβεζα, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα.

Στις 9 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε γενικές οδηγίες προς όλες τις μονάδες για την έγκαιρη μελέτη και προπαρασκευή της επικείμενης επιχειρήσεως. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η κύρια προσπάθεια θα κατευθυνόταν προς τον τομέα Μπιζάνι—Κουτσελιό—Καστρίτσα και θα αναλαμβανόταν από τις II, VI, VIII Μεραρχίες και το Απόσπασμα Μετσόβου, με ταυτόχρονη δευτερεύουσα ενέργεια από το Απόσπασμα Ολύτσικα και την IV Μεραρχία προς τα υψώματα Άγιος Νικόλαος και Μανολιάσα αντίστοιχα.

Η όλη ενέργεια θα συνδυαζόταν με προέλαση της III Μεραρχίας και Αποσπάσματος της V Μεραρχίας από την Κορυτσά και τη Φούρκα προς τα νότια.

Στο μεταξύ στις 8 Φεβρουαρίου, έφτασε στην Καλαμπάκα, προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη, το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της I Μεραρχίας. Ο διοικητής του, Συνταγματάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης, έλαβε εντολή από το Γενικό Στρατηγείο να συγκροτήσει Μικτή Ταξιαρχία από το 4ο Σύνταγμα, το πρώην Απόσπασμα Μήτσα που βρισκόταν στο Μέτσοβο, ένα τάγμα που είχε σταλεί από το εσωτερικό και μια ταχυβόλο πυροβολαρχία, με σκοπό να διανοίξει τη διάβαση Δρίσκου και να συνδράμει στη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων, καταλαμβάνοντας τηνΚαστρίτσα.Από τις 15 Φεβρουαρίου η Ταξιαρχία αυτή τέθηκε στη διάθεση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει το Μέτσοβο με μικρό τμήμα, ενώ με τις υπόλοιπες δυνάμεις της, αφού εκκαθαρίσει την περιοχή, να περάσει τον Άραχθο και να επιτεθεί κατά των τουρκικών δυνάμεων στα χωριά Δαφνούλα και Δρίσκος και να συνδεθεί με το Τμήμα Στρατιάς Δεξιού. Με άλλη διαταγή συγκροτήθηκε γενική εφεδρεία από το 15ο Σύνταγμα Πεζικού, το Ιο Σύνταγμα Ευζώνων και ένα τάγμα του 17ου Συντάγματος, η οποία συγκεντρώθηκε στα χωριά Αετοράχη και Ελληνικό.Στις 12 Φεβρουαρίου, εξάλλου, αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα μία μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (των δύο πυροβολαρχιών), προερχόμενη από τη θεσσαλονίκη και διατέθηκε στο Διοικητή Πυροβολικού Στρατιάς.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι Τούρκοι ασχολήθηκαν εντατικά με τη συμπλήρωση της αμυντικής τους οργανώσεως, κυρίως στο Οχυρό Μπιζάνι και στην περιοχή του χωριούΚουτσελιό.

Απολογισμός 


Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, με την αποδόχη της πρότασης παράδοσης, το Σύνταγμα Ιππικού της Στρατιάς Ηπείρου εισήλθε στα Ιωάννινα.

Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά την μάχη, ανήλθαν σε 264 νεκρούς και τραυματίες. Η αποφασιστική αυτή νίκη άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων και της Βόρειας Ηπείρου.

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων πέθανε ο Ολυμπιονίκης Κωνσταντίνος Τσικλητήρας (10 Φεβρουαρίου 1910 στην Αθήνα). Παρόλο που είχε την δυνατότητα να πάρει αναβολή λόγω των αθλητικών του διακρίσεων, αρνήθηκε και κατατάχτηκε εθελοντικά στο στράτευμα.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Ντμίτρι Μεντελέγιεφ: 8 Φεβρουαρίου 1834


Ο Ντμίτρι Μεντελέγιεφ γεννήθηκε σ' ένα χωριό κοντά στο Τομπόλσκ της Σιβηρίας στις 8 Φεβρουαρίου 1834, γιος των Εβραίων Ιβάν Πάβλοβιτς Μεντελέγιεφ και της Μαρία Ντμίτριεβνα Μεντελέεβα. Ο παππούς του, Πάβελ Μαξίμοβιτς Σοκολόβ, ήταν ιερέας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Τβερ. Ο Ιβάν μαζί με τους αδελφούς και τις αδελφές του έλαβαν νέα οικογενειακά ονόματα ενώ παρακολουθούσαν τη θεολογική σχολή.


Πιστεύεται ότι ο Ντμίτρι Μεντελέγιεφ ήταν ο μικρότερος από τα 11, 13, 14 ή 17 αδέλφια του (ο ακριβής αριθμός διαφέρει μεταξύ των πηγών). Ο πατέρας του ήταν καθηγητής καλών τεχνών, πολιτικής και φιλοσοφίας. Όμως τυφλώθηκε και έχασε τη θέση του, γεγονός που επηρέασε την οικονομική ευημερία της οικογένειας. Έτσι η μητέρα αναγκάστηκε να εργαστεί θέτοντας σε λειτουργία το εγκαταλελειμμένο οικογενειακό εργοστάσιο υαλουργίας. Σε ηλικία 13 ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του και την καταστροφή του εργοστασίου της μητέρας του από πυρκαγιά, ο Μεντελέγιεφ φοίτησε στο γυμνάσιο του Τομπόλσκ.
Το 1849, η φτωχή πλέον οικογένεια Μεντελέγιεφ μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, όπου ο Ντμίτρι μπήκε στο Κύριο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το 1850. Μετά την αποφοίτησή του, προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να μετακομίσει στη χερσόνησο Κριμαία, στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας το 1855. Πήρε δίπλωμα χημείας το 1856 και αργότερα έγινε καθηγητής επιστημών στο 1ο Γυμνάσιο της Συμφερόπολης. Με την υγεία του πλήρως αποκαταστημένη επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη το 1857.
Μεταξύ του 1859 και του 1861, εργάστηκε πάνω στα τριχοειδή φαινόμενα των υγρών και τη λειτουργία του φασματοσκοπίου στη Χαϊδελβέργη. Στα τέλη Αυγούστου του 1861 έγραψε το πρώτο του βιβλίο για το φασματοσκόπιο. Στις 4 Απριλίου 1862 αρραβωνιάστηκε την Feozva Nikitichna Leshcheva και στις 27 Απριλίου παντρεύτηκαν στην εκκλησία του Μηχανολογικού Ινστιτούτου Νικολάεβ στην Αγία Πετρούπολη, όπου και δίδαξε ο Μεντελέγιεφ.


Ο Ντμίτρι Μεντελέγιεφ έγινε καθηγητής χημείας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Αγίας Πετρούπολης και στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης το 1864 και το 1865 αντίστοιχα. Το 1865 έγινε διδάκτωρ επιστημών με τη διατριβή του "Ως προς τους Συνδυασμούς του Ύδατος με το Οινόπνευμα". Έλαβε μόνιμη πανεπιστημιακή έδρα το 1867 και το 1871 μετέτρεψε την Αγία Πετρούπολη σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κέντρο για την έρευνα στη χημεία. Το 1876 γνώρισε την Άννα Ιβάνοβα Πόποβα, την οποία και ερωτεύτηκε παράφορα και το 1881 τη ζήτησε σε γάμο απειλώντας την ότι θα αυτοκτονήσει αν εκείνη αρνηθεί. Το διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο οριστικοποιήθηκε το 1882, ένα μήνα αφότου είχε παντρευτεί την Πόποβα (στις 2 Απριλίου). Ακόμα και μετά το διαζύγιο, ο Μεντελέγιεφ θεωρούνταν τυπικά δίγαμος σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που απαιτούσαν να περάσουν τουλάχιστον 7 έτη από ένα διαζύγιο πριν να μπορέσει κάποιος να ξαναπαντρευτεί. Το διαζύγιό του και ο σχετικός με αυτό σάλος συνέβαλε στο να μη γίνει δεκτός στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, παρά τη διεθνή φήμη του. Η κόρη του από το δεύτερο γάμο, Λιουμπόφ, έγινε σύζυγος του διάσημου Ρώσου ποιητή Αλέξανδρου Μπλοκ. Τα άλλα παιδιά του ήταν ο Βλαντιμίρ (ναυτικός, συμμετείχε στο ταξίδι του Νικόλαου Β' στην Ανατολή) και η Όλγα, από τον πρώτο γάμο του, καθώς και ο Ιβάν και δύο δίδυμα από την Άννα.
Αν και ο Μεντελέγιεφ τιμήθηκε ευρέως από επιστημονικές οργανώσεις σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του Μεταλλίου Κόπλεϊ από τη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης στις 17 Αυγούστου του 1890.
Το 1893 διορίστηκε διευθυντής του Γραφείου Μέτρων και Σταθμών. Από τη θέση αυτή διατύπωσε τα νέα κρατικά πρότυπα για την παραγωγή βότκας. Η γοητεία του με τα μοριακά βάρη τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι για να είναι σε τέλεια μοριακή ισορροπία, η βότκα πρέπει να παραχθεί σε αναλογία ενός μορίου αιθυλικής αλκοόλης που αραιώνεται με δύο μόρια νερού, δίνοντας έτσι μια περιεκτικότητα κατά όγκο περίπου 38% οινοπνεύματος και 62% νερού. Ως αποτέλεσμα της εργασίας του, το 1894 εισήχθησαν στη ρωσική νομοθεσία τα νέα πρότυπα για τη βότκα, η οποία έπρεπε πλέον να παράγεται με περιεκτικότητα οινοπνεύματος 40% κατ' όγκο.
O Μεντελέγιεφ ερεύνησε επίσης τη σύνθεση του πετρελαίου και βοήθησε στην ίδρυση του πρώτου διυλιστηρίου πετρελαίου στη Ρωσία. Αναγνώρισε τη σημασία του πετρελαίου ως πρώτη ύλη για τα πετροχημικά και πιστώνεται με την παρατήρηση ότι το να καίει κανείς το πετρέλαιο ως καύσιμο είναι σαν να ανάβει φωτιά σε μία κουζίνα με χαρτονομίσματα.
Το 1905, ο Μεντελέγιεφ εξελέγη μέλος της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Το επόμενο έτος η Επιτροπή του Νόμπελ Χημείας πρότεινε στη Σουηδική Ακαδημία να απονείμει το Βραβείο Νόμπελ Χημείας του 1906 στον Μεντελέγιεφ για τη δημιουργία του περιοδικού συστήματος. Το Χημικό Τμήμα της Σουηδικής Ακαδημίας υποστήριξε την πρόταση αυτή και στη συνέχεια η Ακαδημία έπρεπε να εγκρίνει την επιλογή της Επιτροπής, όπως έχει γίνει σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Απροσδόκητα, κατά τη σύσκεψη της Ακαδημίας, ένα μέλος της Επιτροπής διαφώνησε με την επιλογή και υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ανρί Μουασάν. Ο Σβάντε Αρρένιους, αν και δεν ήταν μέλος της Επιτροπής του Νόμπελ Χημείας, είχε μεγάλη επιρροή στην Ακαδημία και πίεσε επίσης για την απόρριψη του Μεντελέγιεφ, υποστηρίζοντας ότι το περιοδικό σύστημα ήταν πλέον πολύ παλιό για να αναγνωριστεί το 1906. Σύμφωνα με επιστήμονες της εποχής, ο Αρρένιους κινήθηκε από το μίσος που είχε για τον Μεντελέγιεφ επειδή εκείνος του άσκησε κριτική στη θεωρία για τηναντίδραση οξέος-βάσης. Μετά από έντονη λογομαχία, η πλειοψηφία της Ακαδημίας ψήφισε υπέρ του Μουασάν για το Νόμπελ Χημείας. Οι εκ νέου προσπάθειες να προταθεί ο Μεντελέγιεφ το 1907 συνάντησαν και πάλι την απόλυτη αντίθεση του Αρρένιους.
Το 1907 ο Ντμίτρι Μεντελέγιεφ πέθανε σε ηλικία 73 ετών από γρίπη. Ο κρατήρας Μεντελέγιεφ στη Σελήνη και το ραδιενεργό χημικό στοιχείο Μεντελέβιο, με ατομικό αριθμό 101, ονομάστηκαν έτσι προς τιμήν του.